Εκείνη τη "σκοτεινή" και ζοφερή μέρα που έγινε το πραξικόπημα της χούντας την 21 Απρίλη του 1967, από το πρωί που ξύπνησα θα ήταν μια πολύ αλλιώτικη ημέρα... Οι γονείς μου να συζητούν χαμηλόφωνα στην κουζίνα σκυθρωποί και στεναχωρημένοι, το ραδιόφωνο να μεταδίδει στρατιωτικές ανακοινώσεις, εμβατήρια, δημοτικά τραγούδια και το τηλέφωνο να είναι νεκρό.

Κουβέντες με τα αδέλφια μου προσπαθώντας να καταλάβουμε τι έχει γίνει... Η μάνα μου που είχε ξυπνήσει από νωρίς, έλεγε ότι από τα ξημερώματα έρχονταν αυτοκίνητα της ασφάλειας και περιπολικά που έβγαζαν από μέσα ανθρώπους που τους είχαν συλλάβει από τα σπίτια τους (το σπίτι μου ήταν στην Αλατσατών & Π. Τσαλδάρη, είκοσι μέτρα από το Ε' Αστυνομικό Τμήμα). Μετά όταν πήγα στο μαγαζί που δούλευα (χρυσοχείο, Τσαλδάρη & Ηλιουπόλεως), είδα ότι ήταν κλειστό. Το αφεντικό που έμενε από πάνω, μου είπε ότι δεν θα ανοίξουμε το μαγαζί εκείνη τη μέρα και να πάω την επόμενη.

Τα πάντα σε όλη τη συνοικία της Κοκκινιάς ήταν νεκρά και κλειστά: δημόσιες υπηρεσίες, σχολεία, τράπεζες, μαγαζιά, καφενεία, εργοστάσια, και με τα λεωφορεία της συγκοινωνίας να μην κυκλοφορούν.

Στην πλατεία που πήγα έβλεπα ότι οι λίγοι άνθρωποι που ήταν εκεί, ήταν σφιγμένοι, κρατημένοι, δεν μιλούσαν, παντού υπήρχαν ανέκφραστα και φοβισμένα πρόσωπα. Καμιά συζήτηση και κουβέντα δεν γινόταν, άλλωστε δεν υπήρχαν και παρέες διότι απαγορεύονταν οι συγκεντρώσεις πάνω από τρία άτομα σε ανοικτό χώρο!

Έχοντας βέβαια άγνοια του κινδύνου, το μεσημέρι πήρα το ποδήλατό μου και κατέβηκα στο κέντρο του Πειραιά για να δω από κοντά τι γινόταν. Είχα φθάσει δίπλα στο Δημοτικό Θέατρο (Αγ. Κωνστ/νου), ήταν ερημιά δεν υπήρχε κανένας άνθρωπος γύρω μου και χάζευα τα τανκ και τους στρατιώτες με τα όπλα που ήταν εκεί. Ξαφνικά βλέπω να έρχεται προς το μέρος μου ένας αξιωματικός με το κράνος, κρεμασμένο το πιστόλι στη ζώνη, με αγριεμένο ύφος και αρχίζει να μου φωνάζει γιατί ήμουν εκεί. Με όσο θάρρος είχα του είπα: “Άκουσα στο ράδιο ότι η απαγόρευση κυκλοφορίας αρχίζει στις 6 το απόγευμα”. “Τι λες ρε κωλόπαιδο που θα μου πεις εσύ την ώρα, έλα δω ρε…”. Όταν τον πλησίασα με το ποδήλατο, σκύβει και βγάζει τις βαλβίδες (!) από τις ρόδες του ποδηλάτου λέγοντάς μου: “Τσακίσου και φύγε τώρα, να μην σε στείλω αδιάβαστο στη μάνα σου!”.

Ήταν η πρώτη τρομακτική γεύση που πήρα από το καθεστώς της χούντας. Σοκαρισμένος και φοβισμένος, σέρνοντας το ποδήλατο -με τα ξεφούσκωτα λάστιχα- στους άδειους και έρημους δρόμους, γύρισα στο σπίτι (η μάνα μου είχε βγει στη πόρτα ανήσυχη και με περίμενε). Στη διάρκεια της διαδρομής, με διακατείχε ένα ισχυρό συναίσθημα ότι μια άσχημη περίοδος ξεκινούσε, σε μια ηλικία που θα έπρεπε να ξεχειλίζω από αισιοδοξία! Δεν ήμουν τόσο μικρός ώστε να μην καταλάβαινα ότι τα πράγματα γύρω μου είχαν αλλάξει τραγικά και ανεπανόρθωτα... Τον επόμενο μήνα θα έμπαινα στα 15 και μέχρι τα 22 θα είχα την ατυχία να συμπέσουν τα εφηβικά μου χρόνια σε ένα ακραία καταπιεστικό και τρομοκρατικό καθεστώς. Τώρα θα μάθαινα και θα έμπαιναν στο λεξιλόγιό μου καινούργιες λέξεις: φασισμός, χούντα, δικτατορία, ΕΣΑ, λογοκρισία, ανασφάλεια, φόβος…

Το απόγευμα μόλις άρχισε η απαγόρευση της κυκλοφορίας, η αστυνομία και οι ασφαλίτες είχαν αρχίσει να σπάνε τις πόρτες σε όλα τα γραφεία των οργανώσεων και σωματείων: πολιτικών, εργατικών, επαγγελματικών, συλλόγων (φοιτητικών, αθλητικών, φυσιολατρικών, πολιτιστικών) και να τ' αδειάζουν με ό,τι υπήρχε μέσα. Δεν πείραξαν όμως και έμειναν άθικτα τα "άλλα" γραφεία: χριστιανικά, φιλανθρωπικά, πρόσκοποι, "Γραφείο πολεμιστών οπλιτών και τραυματιών πολέμου", "Σταυροφορία αντιαλκοολικού αγώνα!" και άλλων "υγιών" κοινωφελών οργανώσεων.

Είχα ανέβει στη ταράτσα και έβλεπα στα κρυφά, να έρχονται συνεχώς αυτοκίνητα της ασφάλειας και της αστυνομίας και να ξεφορτώνουν πολλές κούτες και δέματα με βιβλία, έντυπα, χαρτιά αλλά και ψυγεία, ντουλάπια, τραπέζια, καρέκλες…

Η στρατιωτική χούντα για να ελέγχει τους πάντες και τα πάντα, τοποθέτησε τους δικούς της ανθρώπους για να τους τιμήσει και να ελέγχει παντού την κατάσταση. Έτσι, φρόντισε τον Σεπτέμβρη του 1967 να διορίσει -καθόλου τυχαία- στην Νίκαια για δήμαρχο, τον απόστρατο ταγματάρχη Νικόλαο Πλυτζανόπουλο. Αυτός ήταν ο ανιψιός του Ιωάννη Πλυτζανόπουλου, που ως συνταγματάρχης αρχηγός των Ταγμάτων Ασφαλείας, είχε πρωτοστατήσει στο Μπλόκο της Κοκκινιάς στις 17 Αυγούστου 1944 και έστειλε στο εκτελεστικό απόσπασμα των γερμανών-ναζιστών εκατοντάδες Έλληνες. Τον Μάρτιο του 1947, οι δοσίλογοι, ταγματασφαλίτες, τσολιάδες: Πλυτζανόπουλος, Μπουραντάς, Σγούρος, Λάμπης, Γκίνης κ.ά., δικάστηκαν για τη συμμετοχή τους σε περίπου 30 μπλόκα στις συνοικίες Αθήνας και Πειραιά. Το Γ' Δικαστήριο Δοσίλογων Πειραιά σε μια δίκη παρωδία και σε ένα κλίμα εκφοβισμού και τρομοκράτησης των μαρτύρων, θα τους αθωώσει μαζί με τους συνεργάτες τους! Στη συνέχεια τον διόρισαν στη Μακρόνησο (!) στο 3ο Τάγμα ως διοικητής και αργότερα θα προαχθεί για τις "υπηρεσίες" του στην πατρίδα, σε υποστράτηγο του κυβερνητικού στρατού! Είναι δίκες που ίσως δεν έχουν, παγκοσμίως, προηγούμενο: της ατιμωρησίας των Ελλήνων δοσίλογων! Και μετά οι άλλοι "μίλαγαν" για λήθη!…

Οι 13 δημοτικοί σύμβουλοι που πλαισίωσαν τον Πλυτζανόπουλο, είχαν "επιλεγεί" και διοριστεί ως επίλεκτα πατριωτικά μέλη της κοινωνίας, από τον Στρατιωτικό Διοικητή Πειραιά και τον επίσης διορισμένο Νομάρχη Πειραιά και ήταν οι: Δημήτριος Μυλωνάς (αναπληρωτής δημάρχου), Αλέξανδρος Μερακλίδης (πρόεδρος Δημ. Συμβουλίου), Δαμιανός Καραμπετιάδης (αντιπρόεδρος Δημ. Συμβουλίου), Δημήτριος Λακαφώσης (γραμματέας), Ιωάννης Ασημακόπουλος, Γεώργιος Καλλιβάζης, Γεώργιος Κλώνος, Βασίλειος Παπαδόπουλος, Γεώργιος Σαλαλίδης, Σωτήριος Σωτηρόπουλος, Ιωάννης Τάσσος, Αικατερίνη Χαλά, Στυλιανός Χρυσοχέρης.

Λόγω του επαγγελματικού χώρου που βρισκόμουν (το αφεντικό μου Σαλαλίδης, ήταν ένας από τους συμβούλους στο Δήμο Νικαίας), έβλεπα και άκουγα διάφορες δραστηριότητες της χουντικής-διορισμένης δημοτικής αρχής. Και βέβαια τις συνεχείς παραγγελίες που γίνονταν στο μαγαζί για διάφορα χειροποίητα μετάλλια, σταυρούς κ.ά. (όλα χρυσά στα βελούδινα κουτιά τους), τα οποία αλληλοκαρφίτσωναν μεταξύ τους στις διάφορες "επετειακές" κοπές με πίτες ή στις συχνές χριστιανικές, "εθνικές-πατριωτικές" εκδηλώσεις που έκαναν.

Έμεινα στο μαγαζί αυτό μέχρι το καλοκαίρι του `69 που σταμάτησα να δουλεύω εκεί. Είχε γίνει πέρασμα διάφορων χουντικών και εθνικοφρόνων και η ατμόσφαιρα να είναι "πνιγηρή". Άλλωστε είχα μπει ήδη στην εφηβεία, στην εποχή της αμφισβήτησης και της πολιτικοποίησης.

Αυτός λοιπόν ήταν ο χουντικός διορισμένος δημοτικός θίασος (1967-74), που θα συνεχιστεί στο δεύτερο μέρος με τις διάφορες "δραστηριότητες" τους…

*Από διήγηση του Κυριάκου Βασιλειάδη, στη σελίδα του στο Facebook καθώς και εδώ: https://www.facebook.com/photo?fbid=5406547916056379&set=gm.3158013231087686