Του Richard Kostelanetz
Τα έργα τέχνης με αναρχική θεματολογία και αναρχικές μορφές δεν είναι τα ίδια με την τέχνη που περιέχουν αναρχικά συνθήματα. Στα τελευταία περιλαμβάνονται ορισμένα από τα ποιήματα του Kenneth Rexroth, του Jackson Mac Low, ή ακόμα και της Jenny Holzer, οι οποίοι γράφουν φράσεις που μπορούν να γίνουν κατανοητές, ή να ερμηνευθούν ως αναρχικές, αλλά τυπικά δεν διαφέρουν από πρωτοσέλιδα εφημερίδων, τα οποία δεν είναι τέχνη - απλώς πρωτοσέλιδα εφημερίδων. Ένα άλλο καλλιτεχνικό αριστούργημα γραμμένο από μια αναρχική είναι το “Leaving my life” (“Ζώντας τη ζωή μου”) της Emma Goldman (1930), το οποίο τελικά δεν περιέχει αυτά καθεαυτά αναρχικά θέματα, αλλά την ιστορία μιας ατομικής ολοκλήρωσης ενάντια σε σοβαρές αντιξοότητες. Αντ’ αυτού, ας εξετάσουμε την τέχνη που είναι σαφώς αναρχική, εννοούμε αναρχική στην εικόνα και αναρχική στη μορφή.
Ένα παράδειγμα της πρώτης, γνωστής σε όλους μας τέχνης αφορά το πολύτομο μυθιστόρημα του Henry Miller, στο οποίο απεικονίζεται η αυτο-απελευθέρωση από την κοινωνία και η ανακάλυψη ενός ενστικτώδους εαυτού που δεν μπορεί να κοινωνικοποιηθεί από εξωτερικές δυνάμεις, είτε αυτές είναι ιδρύματα και γραφειοκρατίες είτε εργοδότες, ή ακόμα και ο γάμος. Μιλώ από προσωπική εμπειρία, έχοντας διαβάσει Miller, ενώ στο Κολέγιο, ακόμη και η ολοκλήρωση μιας διατριβής τιμά το έργο του αυτό το 1962, ως το καλύτερο βιβλίο του που έχει γίνει ευρέως διαθέσιμο. Γιατί το βιβλίο αυτό επηρέασε σαφώς την συνεχή αντίστασή μου ενάντια σε όλους αυτούς τους κοινωνικοποιημένους ανταγωνιστές.
Ένα λιγότερο γνωστό παράδειγμα αναρχικής “συνομωσίας” (σ.τ.μ. plot στο αγγλικό κείμενο) εμφανίζεται στη σπουδαία βιντεοκασέτα του Clayton Patterson σχετικά με τις ταραχές στην πλατεία Tomkins (στη Νέα Υόρκη) το 1988. Χρησιμοποιώντας μια φορητή βιντεοκάμερα, ενσωματωμένη στον γοφό του, και τον φυσικό φωτισμό του καυτού καλοκαιριού της νύχτας της Νέας Υόρκης, ο Patterson απεικονίζει την προσπάθεια της αστυνομίας να διασπάσει μια λαϊκή διαμαρτυρία ενάντια στο κλείσιμο του πάρκου στο Lower East Side, που είχε γίνει το τελευταίο καταφύγιο των αστέγων. Καθώς όλο και περισσότεροι μπάτσοι έρχονταν, η φωτογραφική μηχανή του Patterson τους παρουσιάζει να ψάχνουν με αγωνία ο ένας τον άλλο, αποκαλύπτοντας από οπτικής άποψης την αλήθεια που οι υπεύθυνοι αποκάλυψαν αργότερα, ότι δηλαδή οι αστυνομικοί δεν ήξεραν τι ακριβώς έπρεπε να κάνουν. Μετά από πολλές κραυγές χλευασμού εναντίον τους και κάποια βίαια επεισόδια, τα οποία παρουσιάζονται όλα στο βίντεο, φτάνει ένας ψηλός άνδρας με πολιτικά ρούχα, επιθεωρεί τη σκηνή και με μια κίνηση του κεφαλιού του δίνει εντολή στους αστυνομικούς να υποχωρήσουν και να μπουν στα λεωφορεία που θα τους διαμοιράσουν στα σπίτια τους. Η ταινία τελειώνει με τους ανθρώπους να ανακαταλαμβάνουν το πάρκο, καθώς ανεβαίνει ο ήλιος.
Ένα άλλο άγνωστο παράδειγμα αναρχικής “συνομωσίας” εικονίζεται στην ταινία του Lee Baxandall, Potsy (1963), που αφηγείται την προσπάθεια της τοπικής μονοπωλιακής εξουσίας να ηλεκτρίσει μια τουαλέτα παρά τις αντιρρήσεις του ιδιοκτήτη του. Σε συμπαιγνία (σ.τ.μ. collusion στο αγγλικό κείμενο) με το κράτος, το οποίο δεν έχει καμία αμφιβολία να εγκρίνει όλες τις τεχνητές κατασκευές να εξυπηρετούνται ηλεκτρικά, ενοποιημένες (σ.τ.μ. incorporated στο αγγλικό κείμενο), τρομοκρατεί πελάτες που φαίνονται απρόθυμοι.
Αν και ο Baxandall θεωρούσε τον εαυτό του μαρξιστή την περίοδο...
Κείμενο: Τάσος Π. Καραντής
Το βιβλίο «Φραντς Κάφκα: ο ανατόμος της εξουσίας » του Κώστα Δεσποινιάδη αναδεικνύει την πολιτική-αναρχική διάσταση των γραπτών του Κάφκα.
Γνώρισα, για πρώτη φορά, τον Κάφκα στα εφηβικά μου χρόνια, όταν έπεσε στα χέρια μου «Ο Πύργος», μια έκδοση του 1964 («ΓΑΛΑΞΙΑΣ»), σε μετάφραση του Αλέξανδρου Κοτζιά, που ανακάλυψα στη βιβλιοθήκη της μητέρας μου. Διαβάζοντάς το, δέθηκα, μεμιάς, με τον Κάφκα και ξεκίνησα να αναζητώ και τα άλλα βιβλία του. Τον είδα σαν ένα σύντροφο και στη δική μου, ιδιοσυγκρασιακή, μοναχικότητα, αφού, αμέσως, ένιωσα, αυτό που αναφέρει ο Δεσποινιάδης στο βιβλίο του(σελ. 72)...
- Η άγνωστη πλευρά του Μίμαρου
Ο Δημήτρης (Μίμης) Σαρδούνης γεννήθηκε στην Πάτρα το 1865. Γίνεται ψάλτης σε νεαρή ηλικία στο ναό της Ευαγγελίστριας και καθηγητής της βυζαντινής μουσικής. Το 1890 εγκαταλείπει τα «κεκτημένα» κι αποφασίζει να αφοσιωθεί στην τέχνη του θεάτρου σκιών. Συγκρούεται και συγκρούονται μαζί του η εκκλησία, η κοινωνία (η ονομαζόμενη «καλή»), η ίδια η οικογένειά του. Οι λαϊκοί άνθρωποι, αυθόρμητα τον πλησιάζουν, του συμπαραστέκονται και τον ενθαρρύνουν στο εγχείρημά του.
Θα γίνει ο κορυφαίος καραγκιοζοπαίχτης όλων των εποχών κάτω από το «καλλιτεχνικό» όνομα Μίμαρος. Ο Σαρδούνης Θεωρείται ο ιδρυτής του ελληνικού Καραγκιόζη, γιατί τελειοποίησε την τεχνική...
Στο κτήριο της Ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης στις 18/07/2019
Με τον Ελευθεριακό στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα, 22/01/2018