Με την ήττα όλου γενικά του λαϊκού κινήματος το 1949, άρχισε μια περίοδος κατά την οποία δεν μπορεί να γίνει λόγος όχι μόνο για οποιαδήποτε ελευθεριακή επαναστατική δράση, αλλά γενικά για ύπαρξη ακόμα και ρεφορμιστικής αριστερής δράσης. Το αστυνομικό και τρομοκρατικό κράτος της δεξιάς βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη, οι φυλακές και οι τόποι εξορίας γεμάτοι, οι εκτελέσεις, οι στημένες δίκες και οι σκευωρίες σε ημερήσια διάταξη και κάθε προοδευτική άποψη και κίνηση υπό ανηλεή διωγμό. Από την άλλη, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 άρχισε μια νέα αστική οικονομική ανάπτυξη με αμερικανικά κεφάλαια (και στόχους φυσικά), κυρίως στον οικοδομικό τομέα αλλά κα στο χώρο της ναυτιλίας.

Στο διάστημα αυτό και μέχρι το 1953, περίπου, δεν μπορεί να γίνει λόγος για κανένα κίνημα. Από εκείνο το χρόνο και μετά τον τόνο έδωσαν βασικά οι φοιτητικές κινητοποιήσεις και με φοιτητικά αιτήματα αλλά, κυρίως, με αφορμή τα γεγονότα στην Κύπρο. Οι συγκεντρώσεις για το Κυπριακό συνεχίστηκαν μέχρι το 1956 και μέσα σε αυτά τα τρία περίπου χρόνια έγιναν πάμπολλες συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις πολλές από τις οποίες κατέληξαν σε άγριες συγκρούσεις με τη αστυνομία με τραυματίες, συλλήψεις κ.λπ., όπως αυτές στις 20 Αυγούστου 1953, 14 Δεκεμβρίου 1953, 9 Μαΐου 1956, που αποτέλεσαν και το αποκορύφωμα με 5 νεκρούς, 4 διαδηλωτές και έναν αστυνομικό, εκατοντάδες τραυματίες κ.λπ. και στις 3 Μαρτίου 1937 με επεισόδια έξω από την Αγγλική πρεσβεία μετά το θάνατο του Γρ. Αυξεντίου. Βέβαια, το βασικό αίτημα όλων αυτών των κινητοποιήσεων ήταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, η αποχώρηση των Άγγλων κ.λπ. Δεν υπήρχε κανένα ριζοσπαστικό αίτημα. Ίσως, αν και δεν είμαστε σίγουροι, λόγω της έλλειψης υλικού, ντοκουμέντων αλλά και αναλύσεων από πλευράς των αναρχικών, κάποιοι από τους συμμετέχοντες στις κινητοποιήσεις αυτές να ριζοσπαστικοποιήθηκαν παραπέρα…

Από εκεί και μετά έχουμε εμφάνιση και ένταση γεγονότων κατά τα οποία για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες επιχειρείται μια νέα αμφισβήτηση του κατεστημένου, κυρίως μέσω αγροτικών και εργατικών κινητοποιήσεων.

Από τις πιο σημαντικές από αυτές είναι η απεργία των οικοδόμων τον Δεκέμβρη του 1960. Γράφει ο Στέργιος Κατσαρός στο βιβλίο του «Εγώ ο προβοκάτορας, ο τρομοκράτης – Η γοητεία της βίας» (σ. 21-22):

«Το Δεκέμβρη του '60 και το Γενάρη του '61, όταν μεσουρανούσε η καραμανλική τρομοκρατία, ξέσπασαν οι απεργίες των οικοδόμων. Τα οικοδομικά σωματεία είχαν διαγραφεί από τη ΓΣΕΕ γιατί δεν έδωσαν τους αντικομμουνιστικούς όρκους πίσιης που ζητούσε ο Μακρής και βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο της ΕΔΑ. Υπήρχαν πράγματι καυτά αιτήματα, καθώς οι συνθήκες εργασίας στην οικοδομή ήταν από απάνθρωπες μέχρι βάρβαρες. Όλες σχεδόν οι κινητοποιήσεις των οικοδόμων, ακόμη και η πιο μικρή, έπαιρναν (και εξακολουθούν να παίρνουν) λίγο-πολύ και πολιτικό χαρακτήρα.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι «οι διεκδικήσεις των οικοδόμων δεν απευθύνονταν τόσο προς τους πολυάριθμους συγκυριακούς και σκόρπιους εργοδότες όσο προς το κράτος και αφορούσαν θέματα κοινωνικής ασφάλειας, συνθήκες εργασίας και ωράρια. Αυτός ο χαρακτήρας του οικοδομικού κινήματος ενισχυόταν από το γεγονός ότι η οικοδομή ήταν ένα άσυλο για τον κάθε κατατρεγμένο. Αυτή την ιδιομορφία του οικοδομικού κινήματος θέλησε να εκμεταλλευτεί η ΕΔΑ και να δώσει στο ανερχόμενο εργατικό κίνημα κάποιο πολιτικό χαρακτήρα. Τα πολιτικά αιτήματα που προωθούσε η ΕΔΑ ήταν ο εκδημοκρατισμός των συνδικάτων, η κατάργηση του παρακράτους της δεξιάς και ο «εκδημοκρατισμός του κράτους».

Η πρόθεση τους ήταν να κρατηθούν οι κινητοποιήσεις στο πλαίσιο «του νόμου και της τάξης».

Ωστόσο, η αγριότητα της αστυνομίας και η αγανάκτηση των οικοδόμων ήταν τέτοιες που μετέτρεψαν τις διαδηλώσεις σε άγριες συγκρούσεις. Ήταν η πρώτη φορά μετά το 1949 που οι καταπιεσμένες και εκμεταλλευόμενες μάζες αντιμετώπιζαν με βία τη βία των οργάνων κρατικής καταστολής. Δεν ήταν μόνο οι εβδομήντα χωροφύλακες που τραυματίστηκαν σοβαρά στα επεισόδια αυτά, αλλά και πολλοί άλλοι, που μετά τα γεγονότα υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους. Η ταπείνωση του χωροφύλακα, που για χρόνια ήταν απόλυτος κύριος της ζωής και της αξιοπρέπειας εκατομμυρίων ανθρώπων, είχε ένα απελευθερωτικό αποτέλεσμα για το σύνολο των καταπιεσμένων μαζών.

Τώρα ο εργάτης δεν ήταν ο κακομοίρης που ζητούσε λύτρωση στα δεσμά της μετανάστευσης. Ήταν ο γίγαντας που «πρωί με τη δροσιά και μέσα στο λιοπύρι έχτιζε για να φτάσει τον ήλιο». Ο ανατολίτικος θρήνος του Καζαντζίδη έδωσε τη θέση του στο αισιόδοξο μαρς του Θεοδωράκη.

Όσο για τον οικοδόμο, ξέφυγε από τα τάρταρα της κοινωνικής περιφρόνησης και έγινε ο πρωταγωνιστής της πολιτικής σκηνής, όπου κυριάρχησε για εφτά ολόκληρα χρόνια. Από τότε οι φοιτητές και άλλοι εργαζόμενοι, όταν στις συγκρούσεις τους με την αστυνομία βρίσκονταν σε δυσκολίες, φώναζαν το σύνθημα «έρχονται οι οικοδόμοι».

Σ' αυτή την ξέφρενη πορεία το εργατικό κίνημα παρέσυρε και άλλα πληβειακά στρώματα και κορυφώθηκε το Μάη του '63 στην κηδεία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Το αποτέλεσμα ήταν να σαρωθεί η κυβέρνηση Καραμανλή και να κερδίσει τις εκλογές ο Γεώργιος Παπανδρέου με την Ένωση Κέντρου (ΕΚ)».

Έχουμε, επίσης, την εξέγερση των αγροτών (σουλτανοπαραγωγών) του Ηρακλείου Κρήτης στις 25 Ιουλίου 1962. Η εξέγερση άρχισε ως διαμαρτυρία για τις εξαιρετικά χαμηλές τιμές των προϊόντων των ανθρώπων αυτών. Την ημέρα αυτή, περίπου 6.000 αγρότες συγκεντρώθηκαν, με μαύρες σημαίες, τρακτέρ και σκαπτικές μηχανές, στον κινηματογράφο «Κάστρο», όπου έγιναν ομιλίες. Μαζί τους ενώθηκαν και άλλοι 6.000 κάτοικοι της πόλης, η οποία βρισκόταν σε κατάσταση συναγερμού, με κλειστά καταστήματα και βιοτεχνίες. Μετά τη συγκέντρωση έγινε πορεία προς την Πλατεία Ελευθερίας. Οι αρχές απαγόρευσαν τη διαδήλωση και η χωροφυλακή τους έκλεισε το δρόμο. Αλλά οι χιλιάδες διαδηλωτές στράφηκαν στο κτίριο της Νομαρχίας όπου συσκέπτονταν οι τοπικές αρχές για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Επιτροπή των διαδηλωτών θέλησε να επιδώσει ψήφισμα με αιτήματα στο νομάρχη, αλλά αυτός αρνήθηκε να τη δεχτεί. Τότε η μάζα αυτή των χιλιάδων διαδηλωτών εξαγριώθηκε και εισέβαλε στο κτίριο μαινόμενη, καταστρέφοντας έπιπλα και αρχεία. Ο νομάρχης, Νταουντάκης, μετά από έντονους διαξιφισμούς με βουλευτές, ειδικά τον Λ. Κύρκο της ΕΔΑ και άλλους, βγήκε στο μπαλκόνι για να καθησυχάσει τους διαδηλωτές, οι οποίοι εκτός από το ότι ήταν εξαγριωμένοι που αυτός δεν ήθελε να τους ακούσει, είχε εξαγριωθεί και για το ότι η χωροφυλακή άρχισε να κάνει συλλήψεις. Στο μεταξύ, έφτασαν στρατιωτικές ενισχύσεις και άρχισαν συγκρούσεις. Ο στρατός πυροβόλησε στον αέρα και η χωροφυλακή χρησιμοποίησε αντλίες νερού, αλλά οι διαδηλωτές αμύνθηκαν με καρέκλες από καφενεία, ξύλα, πέτρες και διάφορα αντικείμενα. Υπήρξαν τραυματίες και από τις δύο πλευρές. Το απόγευμα, ο μητροπολίτης, ο τοπικός στρατιωτικός διοικητής και ο δήμαρχος μίλησαν στους διαδηλωτές προσπαθώντας να τους κατευνάσουν, αλλά αυτοί συνέχισαν να συγκρούονται. Το βράδυ κατέφθασε από την Αθήνα ο Κρητικός αρχηγός αστυνομίας Βαρδουλάκης, ο οποίος και κατόρθωσε να πείσει τους διαδηλωτές να διαλυθούν.

Το 1962 δημιουργήθηκε η ΣΕΟ (Συνεργαζόμενες Εργατοϋπαλληλικές Οργανώσεις) από 35 οργανώσεις. Τον Απρίλη του 1965 έγιναν 115 και τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου 315. Η ΣΕΟ, μια προσπάθεια ενοποίησης του συνδικαλιστικού κινήματος, υποσκέλισε ουσιαστικά την ΓΣΕΕ.

Στις 2 Σεπτεμβρίου 1962 σημειώθηκε μια άλλη εξέγερση αγροτών, καπνοπαραγωγών, στο Ξηρόμερο Αιτωλοακαρνανίας. Περίπου 4.000 καπνοπαραγωγοί, διαμαρτυρόμενοι για τις χαμηλές τιμές των προϊόντων τους, απέκλεισαν, αρχικά, με τρακτέρ την εθνική οδό στο Ξηρόμερο. Το απόγευμα εισαγγελείς τους κάλεσαν να διαλυθούν, αλλά οι καπνοπαραγωγοί αρνήθηκαν και η χωροφυλακή τους επιτέθηκε. Οι καπνοπαραγωγοί απάντησαν με πέτρες. Η χωροφυλακή άρχισε να κάνει χρήση δακρυγόνων και σφαιρών και αν η διαταγή ήταν να πυροβολήσουν στον αέρα μερικοί χωροφύλακες πυροβόλησαν πάνω στους αγρότες. Έτσι, σκοτώθηκε ο αγρότης Παναγιώτης Βλάχος, 30 χρόνων, ενώ τραυματίστηκε και ένας 10χρονος. Ο Π. Βλάχος αποτέλεσε για καιρό σύμβολο των αγροτών και των αγώνων τους.

Στις 11 Οκτωβρίου 1962, έκαναν απεργία στην Αθήνα οι οικοδόμοι. Έκαναν συγκέντρωση στο θέατρο «Σαμαρτζή» και μετά επιχείρησαν να κάνουν πορεία προς το υπουργείο Εργασίας. Τους ανέκοψε, όμως, η αστυνομία και άρχισαν συγκρούσεις οι οποίες εξαπλώθηκαν στην περιοχή Βάθης έως την οδό Κολοκυνθούς και την Ομόνοια και κράτησαν δύο ώρες. Τραυματίστηκαν 3 οικοδόμοι από αστυνομικές σφαίρες, αλλά τραυματίστηκαν και 24 αστυνομικοί.

Τον Ιούλιο του 1964 περισσότεροι από 400 εργάτες και εργάτριες κλωστοϋφαντουργοί του Καρέλα στο Λαύριο πραγματοποίησαν κατάληψη και υπερασπίστηκαν το εργοστάσιο όταν εισέβαλε η χωροφυλακή γενικεύοντας τις συγκρούσεις σε όλη την περιοχή. Τα γεγονότα αυτά αποτέλεσαν ορόσημο αγωνιστικότητας και εργατικής μαχητικότητας.

Αγροτικοί δυναμικοί και μαχητικοί αγώνες ξέσπασαν, επίσης, το διάστημα 1964-66 στη Θεσσαλονίκη, την Κρήτη, την Άρτα και αλλού.

Οι οικοδόμοι βρίσκονται συνεχώς στο προσκήνιο και να δημιουργούν, προς στιγμήν όμως, ακόμα και προοπτικές γενικότερης επαναστατικής έκρηξης. Γράφει και πάλι ο Στέργιος Κατσαρός στο βιβλίο του “Εγώ ο προβοκάτορας, ο τρομοκράτης – Η γοητεία της βίας” (σ. 79-81):

«Στις 12 Απρίλη του '67 είχε προγραμματιστεί μια απεργία των οικοδόμων. Απεργία όμως αυτού του κλάδου ήταν αδιανόητη χωρίς συγκέντρωση και διαδήλωση. Μια τέτοια εκδήλωση, στις συνθήκες που επικρατούσαν στις παραμονές του πραξικοπήματος, δεν ήταν δυνατό παρά να οδηγήσει σε σύγκρουση με την αστυνομία. Ποντάραμε πολλά σ' αυτή την απεργία. Άλλωστε θα ήταν η πρώτη φορά που η οργάνωση μας σαν σύνολο θα κατέβαινε μ' ένα κάπως επεξεργασμένο σχέδιο.

Η απεργιακή συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε στο θέατρο «Περοκέ» στην πλατεία Μεταξουργείου. Την εξέλιξη της εκδήλωσης μέχρι τη στιγμή της σύγκρουσης μπορούσε να τη μαντέψει κανείς από τα πριν. Την απεργία κήρυξε η συντονιστική επιτροπή των οικοδομικών σωματείων που είχε τον έλεγχο στους οικοδόμους μαζί με τον εγκάθετο του Μακρή, τον Λυκιαρδόπουλο, που είχε μόνο τη σφραγίδα της ομοσπονδίας οικοδόμων. Αυτό έγινε για να δώσουν στην εκδήλωση μια επίφαση νομιμότητας. Ο Λυκιαρδόπουλος ήθελε μόνο τη συγκέντρωση και απέρριπτε κάθε ιδέα για πορεία.

Ωστόσο, η συντονιστική επιτροπή είχε προαποφασίσει μια «ειρηνική» πορεία στο Υπουργείο Εργασίας που θα διέσχιζε την οδό Αγίου Κωνσταντίνου, την Ομόνοια και θα κατέληγε στην οδό Πειραιώς. Οι σταλινικοί γραφειοκράτες ακόμη πίστευαν ότι υπήρχαν δυνατότητες για ειρηνικές πορείες. Εκτός όμως απ' αυτούς, κανείς άλλος δεν πίστευε ότι η εκδήλωση αυτή θα τέλειωνε χωρίς σύγκρουση. Μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις έφραζαν την Αγίου Κωνσταντίνου στο ύψος της πλατείας. Και, όπως έδειχναν τα πράγματα, ήταν αποφασισμένες να μην επιτρέψουν ούτε σ' έναν οικοδόμο να πατήσει το δρόμο.

Από την άλλη μεριά, η μικρή μας ομάδα βρισκόταν ολόκληρη στην εκδήλωση. Συμμετείχαν ακόμη και όσοι δεν είχαν καμιά σχέση με τον κλάδο. Αυτή τη φορά δεν πήραμε μέρος στις αλυσίδες της πρώτης γραμμής, όπου θα άρχιζε και η σύγκρουση.

Αυτό έγινε για δύο λόγους: α) ήμασταν σίγουροι ότι η σύρραξη ανάμεσα στους οικοδόμους και την αστυνομία ήταν βέβαιη και β) είχαμε παρατηρήσει ότι συνήθως ο πανικός σε μια συγκέντρωση άρχιζε με το σπάσιμο της πρώτης γραμμής. Πήραμε θέσεις αρκετά μέτρα πίσω. Στο μεταξύ, είχαμε εφοδιαστεί με πέτρες από τα πριν και ήμασταν έτοιμοι να χρησιμοποιήσουμε και τα ξύλα από τα πανό. Είχαμε επίσης παρατηρήσει στις προηγούμενες πορείες ότι η αρχική ορμή των αστυνομικών εξαντλούνταν με την αντίσταση των πρώτων αλυσίδων. Θεωρούσαμε ότι οι στιγμές αυτές ήταν κατάλληλες ώστε να πέσει μια δεύτερη σειρά από διαδηλωτές με ξύλα και πέτρες.

Παρόμοιες ενέργειες είχαν διπλό αποτέλεσμα: α) αιφνιδίαζαν τους αστυνομικούς και β) γίνονταν πόλος ανασύνταξης των διαδηλωτών. Είχαμε αποφασίσει επίσης να μη χρησιμοποιήσουμε κοκτέιλ μολότοφ, όχι μόνο γιατί αυτή μας την ενέργεια θα τη συκοφαντούσαν σαν προβοκάτσια, αλλά και γιατί είχαμε εμπιστοσύνη στη δύναμη των οικοδόμων.

Ωστόσο είχαν μεσολαβήσει πάρα πολλά πράγματα από τον Δεκέμβρη του 1960. Αυτός ο κλάδος εργαζομένων δε ζούσε σε άλλο πλανήτη. Ζούσε τις συνθήκες αποσύνθεσης και υποχώρησης και είχε επηρεαστεί από αυτές. Τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως τα είχαμε προβλέψει. Μόλις δόθηκε το σύνθημα να ξεκινήσει η πορεία, οι πρώτες σειρές των οικοδόμων άρχισαν να σπρώχνουν τις αλυσίδες των αστυνομικών. Η πρώτη γραμμή των αστυνομικών έσπασε και από πίσω πυκνές δυνάμεις έπεσαν πάνω στους οικοδόμους που υποχωρούσαν άτακτα.

Όταν πρόβαλαν μπροστά μας, δέχτηκαν ψύχραιμα καταιγισμό από πέτρες και ξύλα. Ξαφνιάστηκαν και υποχώρησαν ξανά στο σημείο από όπου ξεκίνησαν. Δεν προφτάσαμε να πανηγυρίσουμε. Πίσω μας η πλατεία είχε αραιώσει. Από τους 15.000 περίπου οικοδόμους που βρίσκονταν εκεί πριν αρχίσουν τα γεγονότα δεν είχαν απομείνει πάνω από 1.000-1.500. Το αραιό πλήθος στην πλατεία δεν προμηνούσε τίποτε καλό.

Από κει και πέρα η σύγκρουση εξελίχθηκε σ' έναν άτακτο ανταρτοπόλεμο ανάμεσα στην αστυνομία και μερικές εκατοντάδες διαδηλωτές. Η κύρια δύναμη της αστυνομίας εγκαταστάθηκε στο κέντρο της πλατείας, όπου πριν βρισκόμασταν εμείς. Έγιναν πολλές επιθέσεις για να διωχτεί από κει. Σε μια απ' αυτές ένα τούβλο έκοψε το αφτί του αστυνομικού διευθυντή Τασιγιώργου.

Ωστόσο, η αστυνομία σιγούρεψε τη θέση της στην πλατεία και άρχισε το έργο της διάλυσης όσων ομάδων από διαδηλωτές αμύνονταν ακόμη. Έγιναν απόπειρες να στήσουμε οδοφράγματα, αλλά δεν υπήρχε κόσμος να τα υπερασπιστεί.

Οι ελιγμοί της μικρής μας ομάδας ήταν αποτελεσματικοί στις επιμέρους συγκρούσεις, αλλά στάθηκε αδύνατο να αλλάξουν τη ροή των πραγμάτων. Ακόμη και αν είχαμε πολλαπλάσια δύναμη δεν θα άλλαζε τίποτε. Το πολύ-πολύ να είχε η διαδήλωση μεγαλύτερη χρονική διάρκεια. Περιμέναμε με την απεργία αυτή ν' αρχίσει μια νέα άνοδος του αυθόρμητου μαζικού κινήματος. Αντί γι' αυτό είδαμε την ήττα ενός κλάδου εργαζομένων που μέχρι τότε αποτελούσε την αιχμή του δόρατος για ολόκληρο το εργατικό κίνημα.

Ήταν φαίνεται μοιραίο ο κλάδος που άνοιξε αυτή την ηρωική περίοδο μ' ένα αισιόδοξο πρελούδιο τον Δεκέμβρη του 1960 να την κλείσει με το κύκνειο άσμα της στις 12 Απρίλη του '67».

Να αναφέρουμε εδώ ότι από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη (1963) και μετά, στους λαϊκούς αγώνες, πέρα από τις επίσημες κατεστημένες αριστερές δυνάμεις που εκφράζονταν πολιτικά και κομματικά με τη νόμιμη ΕΔΑ και τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη (ΔΝΛ), υπήρξαν και οργανώσεις ή ομάδες οι οποίες κινήθηκαν στα αριστερά των ΕΔΑ και ΔΝΛ, οργανώσεις από τις οποίες ξεπήδησαν οι μαοϊκές ή τροτσκιστικές ομάδες και οργανώσεις των επόμενων χρόνων. Είναι πολύ πιθανόν κάποιοι από τους αναρχικούς εκείνους οι οποίοι συμμετείχαν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 να συμμετείχαν σε κάποιες από αυτές τις οργανώσεις. Αυτές ήσαν η μαοϊκή «Αναγέννηση» με το φοιτητικό της ΠΠΣΠ (Προοδευτική Πανσπουδαστική Συνδικαλιστική Παράταξη, που ιδρύθηκε τον Μάιο του 1966 και την οποία ο Γιώργος Γιάνναρης την αναφέρει ως σπουδαστικό τμήμα της Οργάνωσης Μαρξιστών-Λενινιστών Ελλάδας – ΟΜΛΕ), η ομάδα «Φίλοι των Νέων Χωρών» με το περιοδικό «Αντιϊμπεριαλιστής» και σημαντικότερο εκπρόσωπο τον ιστορικό Νίκο Ψυρούκη, την Κίνηση Νέας Αριστεράς ομάδα που διαγράφτηκε από τη ΔΝΛ τον Μάρτιο του 1965 με τους Σ. Πέτρουλα, Μάκη Παπούλια, Γιώργο Χατζόπουλο, Γουλιέλμο και άλλους, το τροτσκιστικό Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας, το συμβουλιακών απόψεων Εργατικό Κόμμα Ελλάδας με το περιοδικό «Ουμανιστής», κάποιες ομάδες επηρεασμένες από τον Τσε Γκεβάρα κ.λ.π. Σύμφωνα με διάφορους συγγραφείς ((Μαρτέν, Καραμπελιά και άλλους), οι τάσεις αυτές από το 1965-1966 άρχισαν σε πολλές περιπτώσεις να υπερτερούν των δυνάμεων της κατεστημένης αριστεράς, δεδομένου ότι από τότε είχε πάψει πλέον να υφίσταται το κίνημα του 1-1-4 και οι τάσεις αυτές έθεταν όλο και πιο ριζοσπαστικά αιτήματα στοχεύοντας να βαθύνουν το ιδεολογικό και πρακτικό επίπεδο του κινήματος.

Ειδικά για την Κίνηση Νέας Αριστεράς να πούμε ότι προϋπήρχε ως τάση από το 1963, αλλά δεν είχε εμφανισθεί δημόσια από την αρχή καθώς έκανε ιδεολογική δουλειά. Είχε μέλη που προέρχονταν και από την ΔΝΛ και από τη ΝΕΔΑ και παρέμβαινε κυρίως στο φοιτητικό χώρο. Στην ομάδα αυτή προσχώρησε και ο Σωτήρης Πέτρουλας, στέλεχος της ΝΕΔΑ (νεολαία ΕΔΑ) και καθοδηγητής της Σπουδάζουσάς της. Τον Μάρτιο του 1965, ένα μήνα πριν το τότε Α’ Συνέδριο της ΔΝΛ, το Κεντρικό Συμβούλιό της τον κατηγόρησε ότι αυτός με τον Μάκη Παπούλια λοιδορούν και υπονομεύουν τη δράση του κινήματος με τις απόψεις τους.

Όταν ο Σωτήρης Πέτρουλας σκοτώθηκε στις 21 Ιουλίου 1965, οι σύντροφοι και ομοϊδεάτες του σχημάτισαν την ΠΑΝΔΗΚ (Πανδημοκρατική Αριστερά) «Σωτήρης Πέτρουλας» με πρώτο πρόεδρο τον Παπούλια, αλλά ήταν μια προσπάθεια με κατ’ εξοχήν συναισθηματική βάση, όπως είπαν αργότερα οι ίδιοι και διαλύθηκε. Ο Σ. Πέτρουλας ήταν, επίσης, μέλος της Οργάνωσης Σοσιαλιστικής Συνειδητοποίησης, η οποία ασχολήθηκε (ή επρόκειτο να ασχοληθεί) με την επαναδιάδοση του μαρξισμού.

Το καλοκαίρι του 1965 η Ελλάδα συγκλονίστηκε από μια βαθιά κρίση, η οποία βγήκε προς τα έξω μετά την απόπειρα του παλατιού να επιβάλλει αλλαγές στη διάρθρωση και άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας μέσω της αλλαγής πολιτικής και προσώπων. Η αστική και οι άλλες κυρίαρχες τάξεις βρέθηκαν διαιρεμένες και σε κρίσιμο σημείο κλονισμού της πρωτοκαθεδρίας τους επειδή ο λαός κατέβηκε μαζικά στους δρόμους συγκροτώντας ιδιαίτερα μαχητικές και δυναμικές διαδηλώσεις ενάντια στο θεσμό της βασιλείας και τους αυλοκόλακές της.

Βέβαια, οι επιχειρηματίες στόχευαν σε μια βαθιά αναδιάρθρωση της βιομηχανίας και γενικότερα της εργασίας στην Ελλάδα και μεγάλη μερίδα τους είδαν ότι συνέφερε να συνταχθούν με τον Γ. Παπανδέου, η πολιτική του οποίου συνεπικουρείτο από την αντίστοιχη πολιτική της ΕΔΑ, στόχος της οποίας ήταν να συγκρατήσει τους μαχητικούς λαϊκούς αγώνες σε ένα πλαίσιο των δημοκρατικών διεκδικήσεων κ.λπ.
Η εργατική τάξη, παρ’ ότι ηττημένη κατά κράτος στον εμφύλιο, εξακολουθούσε να βλέπει στο ΚΚΕ την ενσάρκωση των σοσιαλιστικών ιδεών, όμως παρέμενε αδρανής και η όποια δράση γινόταν πιο δύσκολη με το μαζικό ερχομό φτωχών αγροτών στις πόλεις (εσωτερική μετανάστευση).

Μέσα σ’ όλα αυτά εργάτες που είχαν κάποια ειδίκευση ή ήσαν αναγκαίοι στους εργοδότες τους σχημάτισαν ένα στρώμα ιδιότυπης εργατικής αριστοκρατίας. Το μοντέλο όμως είναι το ίδιο παντού. Οι βιομηχανίες απασχολούσαν πολύ λίγους καλοπληρωμένους τεχνίτες και στρατιές ανειδίκευτων με μικρούς μισθούς και καθόλου σίγουρο μέλλον, κάτι που εξασθένιζε τον αγώνα της εργατικής τάξης. Έτσι, ειδικά μετά το 1957, η μετανάστευση πήρε διαστάσεις επιδημίας, κυρίως στις ηλικίες από 25 μέχρι 45 χρόνων. Τις θέσεις όλων αυτών πήραν ανειδίκευτοι νέοι, αγράμματοι, από χωριά και αλλού και με πολύ άσχημη συμπεριφορά των εργοδοτών, της αστυνομίας και των επιστατών εναντίον τους. Αυτοί ήταν βασικά που συμμετείχαν στις βίαιες διαδηλώσεις του 1964-1965.

Το ΚΚΕ το μόνο που έκανε τότε ήταν να δημιουργεί μετωπικές οργανώσεις αποτελούμενες από μικροαστικά στοιχεία, φοιτητές κ.ά. Ήταν ένα στρώμα που παλινδρομούσε αφού από την αριστερά ψήφισε κέντρο το 1952, μετά στήριξε τον Παπάγο, το 1953 και ύστερα μετατοπίστηκε ξανά στην αριστερά (1956-1958). Κι αυτό γιατί μιας και το ΚΚΕ ήταν παράνομο, η νόμιμη έκφρασή του η ΕΔΑ ήταν ανίκανη να μετατραπεί σε επαναστατική δύναμη που θα απορροφούσε αυτά τα στρώματα.

Με τον εμφύλιο, η αστική τάξη τρομαγμένη φυγάδευσε τα κεφάλαιά της στις ΗΠΑ, την Αγγλία και την Ελβετία. Οι περισσότερες εισαγωγές γίνονταν με ξένα δάνεια, ο πληθωρισμός ήταν μόνιμος, ο κόσμος φοβόταν να κάνει καταθέσεις και αγόραζε χρυσό ή ακίνητα. Αλλά καθώς η εργατική τάξη δεν είχε ακόμα συνέλθει από την ήττα του εμφυλίου και οι σταλινικές χώρες των Βαλκανίων ζητούσαν εμπορικές σχέσεις με την Ελλάδα, μερικοί Έλληνες καπιταλιστές ένιωσαν ότι ο ελληνικός καπιταλισμός ήταν ασφαλής, μέσω εξωτερικών δανείων και βαριάς φορολογίας από την κυβέρνηση έθεσαν τις βάσεις για μια νέα βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας. Όλα αυτά βέβαια άρεσαν και στο ξένο κεφάλαιο. Την τάση αυτή ενίσχυσαν επίσης οι υψηλοί δασμοί και τα τοπικά μονοπώλια. Αδιάκοπα εξωτερικά δάνεια επέτρεπαν εισαγωγές χωρίς καμία κρίση ισοζυγίου πληρωμών.

Οι εφημερίδες του Κέντρου και της Αριστεράς δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν επαρκώς τις απότομες μεταβολές στις συνειδήσεις των μαζών και τις απότομες ανατροπές στους συσχετισμούς των ταξικών δυνάμεων. Η κατάληψη του κέντρου της Αθήνας, οι πυρπολήσεις και τα οδοφράγματα, έδειχναν ένα τοπικιστικό δυϊσμό εξουσίας, η γενική απεργία λίγες μέρες πριν και η κατάληψη των δρόμων, έδειξαν ξεκάθαρα ποιο ήταν το πραγματικό κοινωνικό περιεχόμενο των γεγονότων. Από την άλλη πλευρά, η μοναρχική αντίδραση και η αστυνομία προσπαθούσαν να εκφοβίσουν τους μικροαστούς να μην ταλαντεύονται προς τη μεριά του επαναστατημένου λαού με τις πυρκαγιές, τα οδοφράγματα, το ξήλωμα των πεζοδρομίων, τη γενική απεργία και τον αυθορμητισμό των εξεγερμένων που εξέφραζαν οι συνειδητοί επαναστάτες.

Τα Ιουλιανά κράτησαν περίπου δύο μήνες και οι διάφορες μικρές ή μεγάλες διαδηλώσεις κατέληγαν σχεδόν όλες σε συγκρούσεις με την αστυνομία. Τον Ιούλη του 1965 ταρακουνήθηκε συθέμελα όλο το οικοδόμημα της τότε άρχουσας τάξης. Η δυναμική του αγώνα αυτού πήγαινε πολύ μακρύτερα από τις άμεσες αφορμές όπως το παλατιανό πραξικόπημα κ.λπ. Οι καπιταλιστές στήριξαν αρχικά τον Γ. Παπανδρέου, που πίστευαν ότι θα εκτόνωνε τη σύγκρουση, κάτι που βέβαια δεν έγινε, γιατί οι απεργίες και οι βίαιες μαχητικές διαδηλώσεις συνεχίστηκαν για πολύ. Παντού όλα γίνονταν αυθόρμητα, σε εργοστάσια, καταστήματα, γειτονιές, σχηματίζονταν επιτροπές, αυτοσχέδιες απεργιακές φρουρές της στιγμής. Η καθεστωτική αριστερά με το νόμιμο προσωπείο της την ΕΔΑ, ήταν ανίκανη να παρέμβει, απουσίασε πολιτικά από τα γεγονότα, δεν έπαιξε κανέναν ή ελάχιστο ρόλο. Γι’ αυτήν τα Ιουλιανά ήταν κάτι ανάμεσα σε προβοκάτσια και επιχείρηση πρόκλησης πολιτικής ανωμαλίας.

Αλλά τα Ιουλιανά ήταν μια πέρα για πέρα επαναστατική στροφή των κοινωνικών αγώνων κι αυτό μόλις μια σχεδόν δεκαετία μετά την ήττα του Εμφυλίου κ.λπ., με ανύπαρκτους ουσιαστικά τους κοινωνικούς αγώνες στο διάστημα 1949-1958, με κάποια αμυδρή εξαίρεση ίσως τις κινητοποιήσεις για την Κύπρο.

Να σημειωθεί, επίσης, ότι στις 10 Ιουλίου 1966 κινητοποίηση 400.000 αγροτών, καπνοπαραγωγών και σιτοπαραγωγών στη Θεσσαλονίκη, δέχθηκε τη βίαιη επίθεση της χωροφυλακής με όπλα και χειροβομβίδες με αποτέλεσμα να τραυματισθούν 150 αγρότες.


Πολύτιμα για τους εργάτες διδάγματα

Παρατίθεται (διατηρείται η ορθογραφία και το συντακτικό) εδώ ένα αρκετά σημαντικό, κατά τη γνώμη μας, κείμενο του Άγι Στίνα, με τίτλο «Πολύτιμα για τους εργάτες διδάγματα», που πρωτοδημοσιεύθηκε στην Αθήνα τον Ιούλη του 1966 στην εφημερίδα «Νέο Ξεκίνημα» - «Για την εξουσία της εργατικής τάξης» - «Η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας της εργατικής τάξης» - που εξέδιδε η σοσιαλιστική ομάδα «Εργατικό Μέτωπο» τμήμα της γαλλικής ομάδας «Socialisme ou Barbarie» («Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα»). Εδώ αναδημοσιεύεται από το περιοδικό «Πεζοδρόμιο» Νο 2: Εκλογική Απεργία (Ιούλιος 1973), εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη. Ένα κείμενο που δίνει ανάγλυφα τον τόνο και το πνεύμα της εποχής (διατηρείται η ορθογραφία του συγγραφέα):

«Ποτέ ίσως σ' όλη την πολιτική ιστορία της χώρας, δεν ήταν τόσο σαφής η έννοια της λαϊκής ψήφου, όσο ήταν αυτή των εκλογών του Φεβρουαρίου 1964. Και ποτέ επίσης, ίσως δεν ήταν τόσο σαφής ο επιδιωκόμενος από ένα «πραξικόπημα» σκοπός, όσο ήταν αυτός που πραγματοποιήθηκε με το «αυλικό πραξικόπημα» του Ιουλίου 1965. Τον Φεβρουάριο του 1964, ο λαός στη μεγάλη του πλειοψηφία, ψηφίζει για την κατάλυση του αστυνομικού καθεστώτος Καραμανλή. Τον Ιούλιο του 1965 με την παύση του Παπανδρέου, επαναφέρεται και επανεγκαθίσταται αυτό το μισητό καθεστώς που ο «κυρίαρχος» λαός πίστεψε ότι το είχε οριστικά καταλύσει. Αυτό γίνεται σε μία χώρα που ανήκει στον «ελεύθερο κόσμο» και σ' αυτόν τον κόσμο, εκείνο που αυστηρά τον διαχωρίζει από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι όπως μας λένε, ότι σ' αυτόν (σ' εμάς δηλ. στο Ν. Βιετνάμ, στον Άγιο Δομίνικο κλπ.) όλες οι εξουσίες απορρέουν από το λαό, αυτός κυβερνάει και αυτός ελεύθερα καθορίζει την τύχη του. Εάν ο «ελεύθερος κόσμος» είναι εναντίον του κομμουνισμού δεν είναι τόσο επειδή αυτός καταργεί την ατομική ιδιοκτησία, όσο γιατί καταργεί αυτά τα κυριαρχικά δικαιώματα του λαού. Αυτό λέει και αυτό διακηρύσσει ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών αρχηγός ντε φάκτο του «ελεύθερου κόσμου» και γι' αυτό για να υπερασπίσει τις ελευθερίες και τα κυριαρχικά δικαιώματα του λαού στέλνει τους στόλους του, τους στρατούς του και τους πεζοναύτες του, στην Κορέα, στο Βιετνάμ, στον Άγιο Δομίνικο. Αυτά μας λένε και εδώ και ο Παπανδρέου και ο Κανελλόπουλος. Αλλά πώς συμβιβάζεται μ' αυτή την αρχή του «ελεύθερου κόσμου» άλλους να ψηφίζει ο λαός για κυβερνήτες του και άλλοι να τον κυβερνάν; Την απάντηση από το μέρος της δεξιάς μας την δίνουν πολύ καθαρά ο Βεντήρης, ο Κωνσταντόπουλος, ο Παπακωνσταντίνου, ο Κύρος, ο Κουρούκλης. Ο λαός, αυτός που αποφασίζει και κυβερνάει στον «ελεύθερο κόσμο» είναι αυτοί και όχι ο όχλος, το πεζοδρόμιο, και η ερυθρά αλητεία. Κι «αυτοί» είναι η Αυλή, τα Επιτελεία, η Χούντα, η Αστυνομία, οι μεγαλοβιομήχανοι, οι τραπεζίτες, οι μανδαρίνοι της γραφειοκρατίας και μαζί μ' αυτούς οι Γκοντζαμάνηδες, οι Γιοσμάδες, οι Κατελάνοι. Ποτέ ρωμαίοι πατρίκιοι και δουλέμποροι δεν μίλησαν με τόσο μίσος και με τόση περιφρόνηση για τους δούλους τους, όσον μιλάν και γράφουν σήμερα (το 1966, 22 χρόνια υστέρα από την νικηφόρο «συντριβή του φασισμού») για τους εργάτες και τους αγρότες της χώρας μας οι εκπρόσωποι της δεξιάς στην Ελλάδα. Θα πρέπει στ' αλήθεια να τους είμαστε ευγνώμονες για την κυνική ειλικρίνεια τους. Με όσα κάνουν, με όσα λένε και με όσα γράφουν δεν κάνουν άλλο από το να βάζουν δυναμίτες στα θεμέλια του ετοιμόρροπου καθεστώτος τους και να επισπεύδουν όσο μπορούν το χρόνο για την έκρηξή τους. Από το μέρος του Κέντρου και της «αριστεράς», ο Παπανδρέου και ο Ηλίου μας λένε ότι αυτό που έγινε είναι πραξικόπημα, ανωμαλία, εκτροπή από το πολίτευμα. Στο καθεστώς της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας, διακηρύσσουν με βροντώδη φωνή, αυτός που κυβερνάει είναι ο λαός και όχι ο βασιλέας. Αλλά πώς κυβερνάει ο λαός αφού ο βασιλέας παύει αυτούς στους οποίους ανέθεσε ο λαός να τον κυβερνήσουν και διορίζει για κυβερνήτες εκείνους που ο λαός είχε παύσει και είχε απολύσει; Είναι πραξικόπημα, είναι εκτροπή κλπ.; Πως όμως γίνεται δυνατόν ένα πραξικόπημα σ' ένα καθεστώς, που όλες οι εξουσίες απορρέουν από το λαό; Πού βρήκαν τη δύναμη για να κάνουν το πραξικόπημα, για να παραβιάσουν τις αποφάσεις του «κυρίαρχου» λαού και να επαναφέρουν το καθεστώς που αυτός κατέλυσε; Υπάρχουν εξουσίες και δυνάμεις που βρίσκονται πάνω από το λαό και που δεν ελέγχονται απ' αυτόν; Και τότε τί άξια μπορεί να έχει η γραμμένη στο Σύνταγμα «κυριαρχία» του λαού όταν αυτός δεν έχει τη δύναμη να την επιβάλλει; Ο Παπανδρέου θα θέσει στις επόμενες εκλογές το ερώτημα: Ποιός κυβερνάει ο λαός ή ο βασιλεύς; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο λαός θα απαντήσει ότι αυτός κυβερνάει. Κι ύστερα; Μ' αυτό, αυτομάτως, αυτές οι δυνάμεις που μπορούν και παραβιάσουν τη θέληση του λαού θα περάσουν κάτω από τον έλεγχο του και την εξουσία του; Πώς θα τις ελέγχει ο λαός και πώς θα ασκεί πάνω σ' αυτές την εξουσία του; Θα αντικαταστήσει τα πρόσωπα; Θα αλλάξει τη διάρθρωση; Τί θα κάνει για να τις κάνει ανίκανες να βλάψουν; Πάνω σ' αυτό δεν μας λέει τίποτε ο Παπανδρέου. Οι μέρες του καθεστώτος της δεξιάς είναι μετρημένες. Οι μεσαιωνικοί βρυκόλακες γρήγορα θα ξαναβρούν την ανάπαυσή τους στα νεκροταφεία της ιστορίας απ' όπου τους ανάστησαν τα εγκλήματα του σταλινικού κόμματος. Και οι ίδιοι όπως φαίνεται απ' ότι κάνουν, βιάζονται για να συντομεύσουν τον χρόνο. Αλλά εάν θα αλλάξουμε απλώς σύμβολα και αλυσίδες ή αν θα μπούμε οριστικά στο δρόμο της πραγματικής και οριστικής απελευθέρωσης, αυτό θα εξαρτηθεί από την απάντηση που θα δώσουν οι εργαζόμενοι σ' αυτό το ερώτημα: Είναι δυνατή η πραγματική κυριαρχία του λαού στο καθεστώς της βασιλευόμενης ή και της αβασίλευτης Δημοκρατίας; Τί είναι και πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί η πραγματική κυριαρχία του εργαζομένου λαού, η πραγματική του χειραφέτηση, η πραγματική διεύθυνση της κοινωνίας απ' αυτόν; Είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν μέσα στα πλαίσια του σημερινού καθεστώτος όλα αυτά που με τόση απλοχεριά γραφτά και προφορικά μας υπόσχονται οι πολιτικοί του κέντρου και της «αριστεράς» για διεύρυνση της δημοκρατίας, εκλαΐκευση του κράτους, κοινωνική δημοκρατία, δίκαιη διανομή του εθνικού εισοδήματος, συμφιλίωση του χωροφύλακα και του πολίτη κλπ. κλπ.; Σ' αυτό πρέπει να απαντήσουν στον εαυτό τους και να συζητήσουν μεταξύ τους όλοι όσοι ανήκουν στο «πεζοδρόμιο», στον «όχλο» και στην «ερυθρά αλητεία». Οι παρακάτω γραμμές είναι μία μικρή συμβολή σ' αυτή τη συζήτηση. Κάθε τέσσερα χρόνια, στο καθεστώς της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας, όλοι οι ενήλικοι πολίτες άρρενες και θήλεις καλούνται στις κάλπες για να εκλέξουν ελεύθερα, μυστικά και ανεπηρέαστα τους αντιπροσώπους της προτιμήσεως τους για τη Βουλή. Η βία, η νοθεία, η με οποιοδήποτε μέσο προσπάθεια επηρεασμού απαγορεύονται, αποτελούν ποινικό αδίκημα και προβλέπονται αυστηρές κυρώσεις. Ποια όμως είναι η πραγματική αξία στην πράξη αυτών των άρχων και των νόμων και πόσο ελεύθερος είναι ο πολίτης να εκλέξει τους αντιπροσώπους του οι νέοι γνώρισαν και το διαπίστωσαν στις εκλογές του 1961. Οι παληοί το ξέρουν αυτό από πολύ παληά. Η διαφορά σ' αυτές ή στις άλλες εκλογές βρίσκεται μόνο στο βαθμό της βίας, της τρομοκρατίας και της νοθείας. Ένα από τα κύρια καθήκοντα της Αστυνομίας (κι' αυτό που εκτελεί με τον περισσότερο ζήλο) είναι να ελέγχει τα πολιτικά φρονήματα των εκλογέων, να παρακολουθεί, να «νουθετεί», να απειλεί, να κατασκευάζει φακέλλους κλπ. Τα μέσα με τα οποία προστατεύονται οι εκλογείς για την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης εκλογής των αντιπροσώπων τους από το Κράτος, τους παρακρατικούς και τους μπράβους, είναι ο υποκόπανος, ο βούρδουλας το κρατητήριο, η μαγκούρα. Αλλά ας υποθέσουμε ότι δεν ασκείται άμεση βία και ο χωροφύλακας γίνεται φρουρός του νόμου και συμφιλιώνεται με τον πολίτη. Υπάρχει ο εργοδότης, ο μπακάλης, ο τοκογλύφος, ο παπάς, που απειλούν με απόλυση, με κόψιμο της πίστωσης, με το δικαστήριο ή με την κόλαση. Υπάρχει κανείς στη χώρα που να μην τα ξέρει αυτά; Οι στρατιώτες στην Ελλάδα σε άλλες εκλογές ψηφίζουν και σε άλλες δεν ψηφίζουν. Κάθε κυβέρνηση και κάθε κόμμα κρίνουν κάθε φορά από το δικό τους κομματικό συμφέρον αν πρέπει ή δεν πρέπει να ψηφίσει ο στρατός. Και κάθε φορά ακούς από τους ίδιους, πότε ότι ο στρατός πρέπει να απέχει της πολιτικής και κομματικής διαμάχης και πότε ότι δεν είναι νοητόν να στερούνται του ιερού δικαιώματος της ψήφου οι φρουροί των συνόρων κλπ. κλπ. Ξέρουμε πως ψηφίζουν οι στρατιώτες: Κατά τετράδες και με παραγγέλματα. Ψηφίστε ΕΡΕ. Εμπρός μαρς. Και ο στρατιώτης έτσι κάνει «ελεύθερα και ανεπηρέαστα» χρήση του «ιερού δικαιώματος» της ψήφου. Στα δημοψηφίσματα το ίδιο για την κατάργηση της Μοναρχίας όπως και για την επαναφορά της οι στρατιώτες ψήφιζαν από 5-6 φορές ο καθένας και έρριχναν 5 - 6 ψηφοδέλτια την κάθε φορά στην κάλπη. Αλλά και εκτός απ' αυτά στο δικαίωμα ψήφου του στρατιώτη υπάρχει μια αντίφαση. Επιτρέπεται να ψηφίσει, να εκλέξει δηλ. τον αντιπρόσωπο κλπ. αλλά δεν του επιτρέπεται να διαμορφώσει δική του γνώμη για το ποιός είναι ο πιο κατάλληλος. Δεν του επιτρέπεται ούτε σε πολιτικές συγκεντρώσεις να παίρνει μέρος ούτε τύπο να διαβάζει ούτε να συζητάει πολιτικά. Έτσι του είναι άγνωστα τα προγράμματα και οι πολιτικές απόψεις των κομμάτων και των υποψηφίων που καλείται να ψηφίσει, να εκλέξει, να προτιμήσει. Εάν πάρει μέρος σε αριστερή προεκλογική συγκέντρωση ή διαβάσει αριστερό τύπο για να πληροφορηθεί τι λέει αυτό το Κόμμα που αναγνωρίζεται από τους νόμους και που νόμιμα διεκδικεί την εξουσία, θα συλληφθεί, θα προφυλακισθεί και θα παραπεμφθεί στρατοδικείο. Ο στρατός προετοιμάζεται ιδεολογικά για να ασκήσει το δικαίωμα της ψήφου από την ειδική υπηρεσία διαφωτίσεως του Επιτελείου. Δεν νομίζουμε φυσικά ότι ο στρατιώτης που χθες ήταν στο εργοστάσιο, στο γραφείο, στο Πανεπιστήμιο, στο χωριό, σχηματίζει γνώμη απ' όσα πληροφορείται για τα πολιτικά κόμματα από τον επίσημο διαφωτιστή. Εξαναγκάζεται όμως να ψηφίσει εκείνους που του επιβάλλουν γιατί πιστεύει ότι υπάρχει τρόπος να ελεγθεί και να αποκαλυφθεί τί εψήφισε. Και ξέρει τις συνέπειες. Τα πολιτικά κόμματα είναι όλα δίχως διάκριση ελεύθερα να εκθέσουν τις απόψεις τους, τις αρχές τους, το πρόγραμμά τους στις λαϊκές μάζες. Ο νόμος παρέχει σ' όλα εξίσου δίχως εξαίρεση την προστασία του. Αυτά τα γράφει και αυτά επιτάσσει ο νόμος. Ο χωροφύλακας όμως που αποστολή του έχει, να εφαρμόζει το νόμο έχει διαφορετική γνώμη. Είναι γνωστό ότι οι υποψήφιοι της αριστεράς πολλές φορές κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου γνώρισαν το κρατητήριο, τον βούρδουλα, τις επιδρομές στα εκλογικά κέντρα, τις οργανωμένες επιθέσεις και αποδοκιμασίες κλπ. Αλλά ας υποθέσουμε ότι η αστυνομία, οι παρακρατικοί και οι μπράβοι δεν επεμβαίνουν και ότι όλα τα κόμματα εξίσου και αδιακρίτως προστατεύονται και μπορούν ανενόχλητα να εκθέτουν ελεύθερα στο λαό τις απόψεις τους, και να διεκδικούν την ψήφο του. Αυτή όμως η ελευθερία θα είχε μια πραγματική αξία εάν όλα τα πολιτικά κόμματα είχαν τα ίδια οικονομικά μέσα. Τί να την κάνει αυτή την ελευθερία ένα μικρό αλλά γνήσιο εργατικό κόμμα όταν δεν θα έχει τα μέσα να κάνει χρήση των δυνατοτήτων που του παρέχει αυτή. Πώς με ίσα δικαιώματα θα διεκδικήσουν την ψήφο του λαού ένα κόμμα που τα πενιχρά οικονομικά του μέσα περιορίζουν την προεκλογική του δραστηριότητα σε μερικές προκηρύξεις και μερικές συγκεντρώσεις σε συνοικιακά καφενεία με ένα κόμμα που διαθέτει απεριόριστα οικονομικά μέσα, ημερήσιες εφημερίδες, ραδιόφωνα, χιλιάδες προπαγανδιστές στην υπηρεσία του, εκατοντάδες μεταφορικά μέσα, που πλημμυρίζει τους δρόμους στις προκηρύξεις και σκεπάζει τους τοίχους με προπαγανδιστικά αφίς, που διαθέτει πολυτελείς αίθουσες, που οργανώνει επιβλητικές και θεαματικές συγκεντρώσεις κλπ.; Τα διάφορα πολιτικά κόμματα εκθέτουν κατά την προεκλογική περίοδο στο λαό τις αρχές τους, την πολιτική τους, το πρόγραμμά τους, τί δηλαδή θα κάνουν και τί δεν θα κάνουν στην περίπτωση που θα πάρουν την εντολή να τον αντιπροσωπεύσουν στη Βουλή. Την ψήφο του την ζητάν για να εφαρμόσουν αυτό το πρόγραμμα κλπ. Και ο λαός ανάλογα με τις προτιμήσεις του γι' αυτό ή για εκείνο το πρόγραμμα, για το τί κατά τη γνώμη του πρέπει να γίνει και το τί δεν πρέπει να γίνει, ψηφίζει αυτό ή το άλλο κόμμα. Έτσι ο λαός αποφασίζει με την ψήφο του τί πρέπει και τί δεν πρέπει να γίνει. Οι βουλευτές γίνονται εντολοδόχοι και φορείς ορισμένου προγράμματος και ορισμένης πολιτικής. Είναι εντελώς αυτονόητο ότι έτσι πρέπει να είναι εάν «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό» και αν έχουν μία έννοια οι εκλογές και όλα αυτά που γίνονται και γράφονται στην προεκλογική περίοδο. Και όμως δεν είναι έτσι. Εάν ένας οποιοσδήποτε εντολοδόχος ενεργήσει αντίθετα απ' την εντολή που πήρε από τον εντολέα του, καταδιώκεται και τιμωρείται από τον νόμο. Δεν είναι μόνον ηθικώς άτιμη αυτή η πράξη αλλά αποτελεί ποινικό αδίκημα. Αυτό ισχύει για όλους εκτός από τους βουλευτές. Αυτοί μπορούν όταν είναι υποψήφιοι να δίνουν υποσχέσεις, να αναλαμβάνουν υποχρεώσεις, να παίρνουν εντολές και όταν εκλεγούν βουλευτές, να κάνουν το αντίθετο από ό,τι ανέλαβαν την υποχρέωση να κάνουν. Ο εντολέας τους δηλ. ο λαός δεν έχει δικαίωμα, ούτε να τους ανακαλέσει ούτε να τους υποβάλλει μήνυση για απάτη ούτε να τους κόψει το μισθό. Η απάτη επιτρέπεται κατ' εξαίρεσιν εις βάρος του λαού από τους αντιπροσώπους του. Το άρθρο 62 του Συντάγματος προστατεύει τον βουλευτή και απαγορεύει κάθε καταδίωξη εναντίον του για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την ενέργεια των βουλευτικών καθηκόντων του. Και μέσα σ' αυτά τα βουλευτικά του καθήκοντα κατά την ενέργεια των οποίων απαγορεύεται κάθε καταδίωξη είναι και η απάτη εις βάρος των εντολέων του, άλλα να είχε υποσχεθεί ότι θα κάνει και άλλα, τα εντελώς αντίθετα, να κάνει. Έτσι με αυτό το δικαίωμα που τους δίνει το Σύνταγμα ένας αριθμός βουλευτών της Ενώσεως Κέντρου αποσπάται απ' αυτήν, διορίζεται κυβέρνηση και επαναφέρει και επανεγκαθιστά το αστυνομικό καθεστώς του Καραμανλή και μάλιστα με την πιο ειδεχθή του μορφή, αυτό το καθεστώς που αυτοί είχαν υποσχεθεί ότι θα καταλύσουν και που για την κατάλυσή του εκλεγήκανε βουλευτές. Η σαφής, ρητή και κατηγορηματική εντολή των εντολέων τους τον Φεβρουάριο του 1964 ήταν να εξαφανισθεί από προσώπου της γης αυτό το βρώμικο καθεστώς των Γκοτζαμάνηδων και των Γιοσμάδων. Αυτοί τότες επίσης ρητά και κατηγορηματικά υποσχέθηκαν ότι θα το καταλύσουν και θα το εξαφανίσουν και γι' αυτό ακριβώς ζητάνε την ψήφο του. Αυτό γίνονταν στην περιοχή του ελεύθερου κόσμου, εκεί που ο λαός έχει το προνόμιο να κυβερνάει και να καθορίσει ο ίδιος την τύχη του. Το συμπέρασμα με δυό λόγια είναι ότι στο καθεστώς της βασιλευόμενης δημοκρατίας και όταν ακόμα δεν χρησιμοποιείται η βία, η νοθεία και ο Δόβας, ο λαός ούτε πηγή, ούτε φορέας όλων των εξουσιών είναι. Το μόνο δικαίωμα που έχει είναι να καλείται κάθε τέσσερα χρόνια στις κάλπες και να εκλέγει βουλευτές. Από εκεί και υστέρα δεν έχει καμιά δουλειά με την εξουσία. Ούτε κανένα νόμιμο μέσο έχει να ελέγχει τους «αντιπροσώπους» του, ούτε οι «αντιπρόσωποι» του δεσμεύονται απέναντι του για τις «εντολές» που πήραν και για όσα υποσχέθηκαν ότι θα κάνουν. Εάν όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό, εάν ο Πρωθυπουργός εκπροσωπεί το λαό, εάν η αρμοδιότητα του βασιλέα περιορίζεται στο ρόλο του ρυθμιστή του πολιτεύματος να παρακολουθεί δηλ. εάν βρίσκονται σε αρμονία ο λαός και οι εκπρόσωποι του, γιατί ο Παπανδρέου άφησε τον εαυτό του να παυτεί από τον βασιλέα; Γιατί δεν θα μπορούσε να του πει, ότι αυτό που γράφει το 21ο άρθρο του Συντάγματος ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το έθνος αποτελεί τη βάση και την ουσία του Πολιτεύματος. Τα άρθρα του Συντάγματος τα σχετικά με τα δικαιώματα και τα προνόμια του βασιλέως, μπορεί να μην είναι πολύ σαφή, ιδιαίτερα το δικαίωμα να διορίζει και να παύει τους υπουργούς. Αλλά πάντως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να χρησιμοποιεί αυτό το δικαίωμα για να ανατρέπει τη βασική αρχή του Συντάγματος και να παραβιάζει τη θέληση του λαού. Γιατί ο αναμφισβήτητα νόμιμος εκπρόσωπος της «πηγής όλων των εξουσιών» δεν θα μπορούσε να τα πει αυτά στο βασιλέα και να μην του αναγνωρίσει το δικαίωμα να τον παύσει; Κι ακόμα παληότερα το 1915 γιατί κοτζάμ Βενιζέλος αντίς να δεχτεί να τον πάψει ο παππούς του σημερινού βασιλέα να μην παύσει αυτόν τον Κωνσταντίνο; Η απάντηση είναι ότι ούτε ο Παπανδρέου, ούτε ο Βενιζέλος είχαν τη δύναμη και την εξουσία που θα τους επέτρεπαν να αρνηθούν την παύση τους και να υπερασπίσουν τα κυριαρχικά δικαιώματα του λαού εναντίον του βασιλέως. Εδώ σ' αυτό το σημείο θα θέλαμε περισσότερο να επιστήσουμε την προσοχή των αναγνωστών μας: Στο καθεστώς και της βασιλευόμενης και της αβασίλευτης δημοκρατίας άλλο πράγμα είναι το κοινοβούλιο μέσω του οποίου ο λαός «ασκεί την εξουσία του» και άλλο το κράτος, δηλ. οι μανδαρίνοι των υπουργείων, τα επιτελεία, οι αξιωματικοί, τα σώματα Ασφαλείας, η ΚΥΠ, η Αυλή στη βασιλευόμενη Δημοκρατία και ο Προεδρικός οίκος στην αβασίλευτη, οι μυστικές υπηρεσίες κλπ. Αυτοί κρατάν και αυτοί χειρίζονται όλα τα κλειδιά του μηχανισμού και αυτοί αποτελούν την πραγματική εξουσία. Πριν από χρόνια ήταν μόνον το όργανο της κυρίαρχης οικονομικά τάξης. Από αρκετά τώρα χρόνια συγχωνεύεται με την «οικονομική ολιγαρχία» και γίνεται αυτό το ίδιο καπιταλιστής και μάλιστα ο πιο αυταρχικός, ο πιο σκληρός και ο πιο απάνθρωπος καπιταλιστής. Ο λαός «κυβερνάει» μέσω των αντιπροσώπων του στο κοινοβούλιο, όσο αυτό το κοινοβούλιο πειθαρχεί και υποτάσσεται στο Κράτος. Όταν παρεκκλίνει παύεται η Κυβέρνηση και διορίζεται άλλη. Εάν δεν «απολαύσει» της εμπιστοσύνης της Βουλής διορίζεται δεύτερη και τρίτη μέχρις ότου γίνει δυνατόν να «απολαύσει» σύμφωνα με το Σύνταγμα αυτής της εμπιστοσύνης. Εάν η Βουλή επιμένει, διαλύεται και προκηρύσσονται εκλογές και τότες αναλαμβάνει πλέον επί τη βάσει σχεδίου το Κράτος μέσω των ενόπλων δυνάμεων να κατασκευάσει μία Βουλή που δεν θα επιμένει. Εάν και πάλι η νέα Βουλή επιμένει τότες διαλύεται δίχως να προκηρυχθούν εκλογές και τότες υψηλή επιταγή και χάριν της σωτηρίας της Πατρίδος διορίζεται κυβερνήτης ένας Μεταξάς ή ένας Κουρούκλης. Το συμπέρασμα είναι (κι αυτό το συμπέρασμα πρέπει να γίνει κτήμα του λαού) ότι κυριαρχία του λαού και κράτος με την έννοια του πάνω από την κοινωνία μηχανισμού των ειδικών εις το να ασκούν την εξουσία είναι δυο πράγματα εντελώς ασυμβίβαστα. Δεν πρόκειται για τα πρόσωπα, αλλά για τον τύπο, για τον μηχανισμό, που και ο Παπανδρέου και ο Ηλίου θα τον διατηρήσουν με μια αλλαγή στα πρόσωπα και για τον ίδιο σκοπό, τον εξαναγκασμό των μαζών. Είναι όμως δυνατόν να εννοηθεί κοινωνία δίχως Κράτος; Η ανθρώπινη κοινωνία έζησε αιώνες δίχως καμία κρατική εξουσία. Το κράτος έκανε την εμφάνιση του όταν η ανθρώπινη κοινότητα εχωρίστηκε σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους και η ανάγκη που τα επέβαλε ήταν μόνον η εξασφάλισις της κυριαρχίας των εκμεταλλευτών πάνω στους εκμεταλλευόμενους. Δεν ξέρουμε τί θα έκανε ο Σπάρτακος και ποια θα ήταν η εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας εάν αυτός ανέτρεπε την κυριαρχία των ρωμαίων. Ξέρουμε όμως ότι το σύγχρονο προλεταριάτο σ' όλες τις μεγάλες στιγμές της ιστορίας του δεν εξεγέρθηκε απλώς εναντίον της αθλιότητος αλλά έθεσε και το πρόβλημα μιας νέας οργάνωσης της κοινωνίας δίχως Κράτος. Η Παρισινή Κομούνα του 1871, τα σοβιέτ στη Ρωσσία το 1905 και 1917, τα εργατικά συμβούλια στη Γερμανία το 1919-20, οι εργοστασιακές Επιτροπές στην Ισπανία το 1936, τα εργατικά συμβούλια στην Ουγγαρία το 1956 ήταν νέες μορφές οργάνωσης των ανθρώπων στηριζόμενες σε αρχές ριζικά αντίθετες απ' αυτές της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτά τα δημιουργήματα του προλεταριάτου έχουν αναιρέσει στην πράξη τις ιδέες που από αιώνες δεσπόζουν στην πολιτική οργάνωση των ανθρώπων και έχουν αποδείξει ότι είναι δυνατή μια συγκεντρωτική κοινωνική οργάνωση ή οποία υποτάσσει τους αντιπροσώπους στον διαρκή έλεγχο των εντολοδοτών τους και πραγματοποιεί για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία την πραγματική δημοκρατία στην κλίμακα ολοκλήρου της κοινωνίας. Εάν είναι έτσι τότες το «εκλαϊκευμένο» ή συμφιλιωμένο με το λαό κράτος του Παπανδρέου όπως και η κοινωνική δημοκρατία δεν είναι παρά συνήθεις προεκλογικές σαπουνόφουσκες. Η παύση του Παπανδρέου προκαλεί μια αυθόρμητη εξέγερση των λαϊκών μαζών που δεν έχει το προηγούμενό της στη χώρα σε όγκο, έκταση, βάθος, ορμή και αποφασιστικότητα. Όλος ο λαός σ' όλη τη χώρα, βρίσκεται διαρκώς μέρα και νύχτα στο πόδι. Το «πεζοδρόμιο» κυριαρχεί αποφασισμένο να επιβάλλει τη θέληση του. Από τις πρώτες συγκρούσεις με την αστυνομία γίνεται φανερό ότι αυτή δεν είναι ικανή να επιβληθεί και να καταστείλει την εξέγερση. Ο τρόμος βασιλεύει στους κύκλους των βιαστών της λαϊκής θέλησης, και όχι μόνον σ' αυτούς. Να χρησιμοποιήσουν τον στρατό; Ξέρουν ότι αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Δεν υπάρχει στην ιστορία πραγματική λαϊκή εξέγερση (όχι πραξικόπημα ή ανταρσία) που ο στρατός να μην συναδελφώθηκε με τον λαό. Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι μάζες θα μπορούσαν εκείνες τις μεγάλες ώρες να σαρώσουν τα πάντα. Κανείς άλλος δεν μπορούσε τότε να ημερώσει και να δαμάσει τις εξαγριωμένες μάζες εκτός από εκείνους που οι μάζες θεωρούσαν δικούς τους: η Ένωση Κέντρου και η ΕΔΑ. Τα «έκτροπα» καταγγέλονται με δηλώσεις επισήμων και με επίσημα ανακοινωθέντα της ΕΚ. και της ΕΔΑ. Ο λαός καλείται να πειθαρχεί στους «υπευθύνους εκπροσώπους» του και να προφυλάξει τον εαυτό του από πράξεις ανεύθυνων στοιχείων, προβοκατόρων, τροτσκιστών, κινεζοφίλων κλπ. Έτσι το λαϊκό κίνημα χάνει τον αυθόρμητο χαρακτήρα του και μαζί την ορμή του και τη μαχητικότητα του. Οι συγκεντρώσεις είναι τώρα υπεύθυνες και προγραμματισμένες. Εκφωνούνται δριμείς λόγοι, καταγγέλλεται το «αυλικό πραξικόπημα» εκτοξεύονται απειλές κ.λπ. Από την Ιπποκράτους πραγματοποιείται ειρηνική πορεία μέχρι την Ομόνοια με επικεφαλής τους «υπεύθυνους φορείς» που βαδίζουν κορδωμένοι αφού προηγουμένως εξασφάλισαν την ανοχή της Αστυνομίας και εκεί αφού ψάλλουν τον εθνικό ύμνο διαλύονται με τη σύσταση πάντα για πειθαρχία, τάξη κλπ. Η Ε. Κ. και η ΕΔΑ εξετέλεσαν την αποστολή τους, αποστολή αυστηρά καθορισμένη από την κοινωνική τους φύση. Το λαϊκό κίνημα, ευνουχίστηκε, παρέλυσε διαλύθηκε. Οι μέρες που οι μάζες δεν θα πειθαρχήσουν στους «αρχηγούς» τους δεν έχουν φτάσει ακόμα. Στη σκηνή τώρα θα κάνει την εμφάνισή του ο Αποστολάκος, οι αστυφύλακες και οι χωροφύλακες. Από δω και πέρα δεν έχουμε παρά να παρακολουθούμε και να διαβάζουμε κάθε μέρα για συλλήψεις, ξυλοδαρμούς στα κρατητήρια και δίκες πάνω σε δίκες για στάση, αντίσταση στις αρχές, περιύβριση των αρχών και του βασιλέως κλπ. Αυτά τα ζητήματα πρέπει να απασχολήσουν γενικά τις μάζες και ιδιαιτέρως τους νέους εργάτες και φοιτητές. Ίσως περισσότερο θα πρέπει να σταθούν στο ρόλο των «δημοκρατικών» «σοσιαλιστικών» και «κομμουνιστικών» κομμάτων στις λαϊκές εξεγέρσεις. Έχουνε οι ίδιοι μία πολύτιμη εμπειρία, η ιστορία θα πλουτίσει τις γνώσεις τους, θα αποκαλύψει πολλά πράγματα και θα τους λύσει πολλές απορίες. Εμείς θα ξανάρθουμε σ' αυτό το θέμα.   ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΝΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ - ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ   Ι — Η σοσιαλιστική επανάσταση σε κάθε χώρα αποτελεί μέρος αναπόσπαστο της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης. Ο σοσιαλισμός είναι κοινή υπόθεση των εργαζομένων όλου του κόσμου και το οικόπεδο για την οικοδόμηση του είναι όλη η έκταση της γήινης σφαίρας. Η παγκόσμια σοσιαλιστική κοινωνία, αυτός είναι ο τελικός σκοπός του κινήματος μας. II — Ο άμεσος στρατηγικός σκοπός είναι η ανατροπή του καπιταλιστικού καθεστώτος στη χώρα και η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από τις εργαζόμενες μάζες με τη μορφή των εργατικών συμβουλίων. Διαχείριση της παραγωγής από τους άμεσους παραγωγούς. Διεύθυνση της κοινωνίας από τα εργατικά συμβούλια. Αυτά είναι τα δύο βασικά άμεσα στρατηγικά μας συνθήματα. III — Η ανατροπή του καπιταλιστικού καθεστώτος δεν είναι δυνατή δίχως την εξέγερση των μαζών. Η θεωρία της βαθμιαίας και ειρηνικής μετατροπής της καπιταλιστικής κοινωνίας σε σοσιαλιστική είναι κατά ένα μέρος μικροαστική ουτοπία και κατά το μεγαλύτερο μέρος εσκεμμένη απάτη. Όμοια όμως δεν είναι δυνατή η ανατροπή του καπιταλισμού από ένα πραξικόπημα μιας «αποφασιστικής μειοψηφίας». Και στην εντελώς απίθανη ακόμα περίπτωση, επικράτησης ενός πραξικοπήματος, το καθεστώς που αυτό θα εγκαταστήσει και που δεν θα είναι ο καρπός της αυτόνομης δράσης και της πολιτικής πείρας των μαζών και που η εξουσία δεν θα ασκείται και δεν θα ελέγχεται απ' αυτές αναπόφευκτα θα εκφυλιστεί σε μια νέα τυραννία και σε ένα καθεστώς εκμετάλλευσης και προνομίων. Η βίαιη ανατροπή του καπιταλισμού, πρέπει να είναι έργο των μαζών και κανενός αλλού που ενεργεί δήθεν για λογαριασμό τους. Πηγή και φορέας του σοσιαλισμού είναι μόνον οι ίδιες οι εργαζόμενες μάζες. IV — Η πρώτη πράξη της νικηφόρας σοσιαλιστικής επανάστασης είναι η πλήρης συντριβή της κρατικής μηχανής. Όλες οι εξουσίες, εκτελεστικές, νομοθετικές, δικαστικές, περνάνε άμεσα στα χέρια των μαζών. Οι μάζες ασκούν την εξουσία τους μέσω συμβουλίων, που εκλέγονται απ' αυτές στα εργοστάσια, στα ορυχεία, στα λιμάνια, στις συνοικίες, στα πλοία, στα πανεπιστήμια, στα λύκεια, στα ιδρύματα, στα χωριά, που βρίσκονται κάτω από την άμεση εξάρτηση τους, που είναι υπεύθυνα απέναντι τους, που λογοδοτούν σ' αυτές και που οποτεδήποτε ανακαλούνται. Στρατός, αστυνομία, χωροφυλακή, όπως και κάθε άλλο ιδιαίτερο ένοπλο σώμα, διαλύονται. Δεν υπάρχει άλλη ένοπλη δύναμη έξω από τις ίδιες τις ένοπλες μάζες. Το ίσο για όλους ημερομίσθιο καθιερώνεται από την πρώτη μέρα. Για ότι θα γίνει και για ότι δεν θα γίνει, για ότι θα καταστραφεί και για ότι θα παραμείνει, εκείνος που αποφασίζει είναι μόνον οι ίδιες οι μάζες. Η ενεργός συνειδητή συμμετοχή των λαϊκών μαζών, στις κοινές υποθέσεις της κοινωνίας, αυτή είναι η βάση και η ουσία του νέου καθεστώτος. Η πραγματική κυριαρχία των λαϊκών μαζών δεν μπορεί να εξασφαλιστεί και δεν μπορεί να εννοηθεί δίχως την απεριόριστη δημοκρατία, την ελευθερία του λόγου, του τύπου, της οργάνωσης, των συγκεντρώσεων. Τα μέσα (αίθουσες, τυπογραφεία, χαρτί, ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί κλπ.) είναι στην απόλυτη διάθεση των εργαζομένων ατόμων ή ομάδων. Ο σοσιαλισμός δεν είναι ένα αποδοτικώτερο παραγωγικό σύστημα, αλλά το καθεστώς όπου «η μεγάλη εργαζόμενη μάζα, παύει να είναι μια μάζα διευθυνόμενη και αρχίζει αντίθετα να ζει με όλο της το είναι ολόκληρο την ενεργό οικονομική και πολιτική ζωή, που την διευθύνει με τον αυτοκαθορισμό της, όλο και πιο συνειδητό και πιο ελεύθερο.» (Ρόζα Λούξεμπουργκ). Δεν είναι η κρατική μορφή ιδιοκτησίας και το σχέδιο που δίνουν σοσιαλιστικό χαρακτήρα στην παραγωγή, αλλά η ουσιαστική διαχείριση της παραγωγής από τους ίδιους τους παραγωγούς. Φυσική και ανεμπόδιστη εκτύλιξη της δημιουργικής δραστηριότητας των εργαζομένων μαζών, αυτό είναι το κυρίαρχο έμβλημα που αναγράφει στο θυρεό της η Σοσιαλιστική κοινωνία. V — Η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από τις εργαζόμενες μάζες σε μια οποιαδήποτε χώρα, ανεπτυγμένη ή υποανάπτυκτη, δεν σημαίνει και δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε περισσότερο από την κατάληψη ενός οχυρού στην γενικώτερη πάλη της παγκόσμιας εργατικής τάξης για την παγκόσμια σοσιαλιστική κοινωνία. Δεν είναι απλώς λόγοι αλληλεγγύης προς τους καταπιεζόμενους του υπόλοιπου κόσμου που κάνουν τη σοσιαλιστική εξουσία σε μια χώρα, ένα οχυρό και ένα όπλο στην πάλη για την παγκόσμια επανάσταση, αλλά είναι γιατί δεν γίνεται ο σοσιαλισμός σε μια μόνη χώρα. Εάν η νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση επεκταθεί σε περισσότερες χώρες, τα σύνορα αυτών των χωρών, αυτομάτως καταργούνται. Δεν υπάρχουν για τις εργαζόμενες μάζες ιδιαίτερα εθνικά συμφέροντα. Δεν υπάρχουν και δεν μπορεί να υπάρχουν απ' αυτή την ταξική τους φύση εθνικά εργατικά ή σοσιαλιστικά κράτη. Δεν υπάρχει δίχως την εξουσία των μαζών «ιδιαίτερη μορφή σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας», «σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα», «ιστορικές κατακτήσεις της εργατικής τάξης» κλπ. Δεν υπάρχει τίποτε, εντελώς τίποτε που να δίνει σοσιαλιστικό χαρακτήρα στο καθεστώς έξω από την ουσιαστική εξουσία των χειραφετημένων μαζών. Και η εξουσία των μαζών και ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας του καθεστώτος συνεπώς διατηρείται, όσο οι μάζες διατηρούν το ενδιαφέρον τους, τον ενθουσιασμό τους, την μαχητικότητα τους, την πίστη τους στα ιδεώδη του σοσιαλισμού, την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, όσο αυτές βρίσκονται με το όπλο στο χέρι στο χαράκωμα, στην πάλη για την παγκόσμια επανάσταση. Εάν οι δυσκολίες κλονίσουν την πίστη των μαζών στην επανάσταση και την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, εάν αυτές αποθαρρυνθούν, εάν πέσει το ενδιαφέρον τους, εάν παραλύσει η μαχητικότητα τους και η επαγρύπνησή τους, εάν δηλαδή αυτές εγκαταλείψουν την μάχη και ουσιαστικά παραιτηθούν από την εξουσία, άλλοι θα καταλάβουν το κενό που δημιουργεί στη διεύθυνση της κοινωνίας η αποχώρηση των μαζών. Αυτοί οι άλλοι που θα αναλάβουν τώρα την διεύθυνση της κοινωνίας, θα είναι πολύ πιθανόν αυτοί οι ίδιοι οι «εκπρόσωποι» των μαζών. Οι τίτλοι και τα εμβλήματα μένουν όπως μένει και η κρατική μορφή ιδιοκτησίας και το σχέδιο. Είναι ακόμα πολύ πιθανόν αυτοί οι «εκπρόσωποι», αντικαθιστώντας τις μάζες στην διεύθυνση της κοινωνίας, να πιστεύουν (τουλάχιστο στην αρχή), ότι μ' αυτό σώζουν τα «σοσιαλιστικά» θεμέλια και εμποδίζουν την επαναφορά της ατομικής ιδιοκτησίας. Αλλά αυτά τα θεμέλια δίχως την εξουσία της μάζας δεν είναι παρά η βάση της εκμεταλλευτικής κοινωνίας στην πιο προχωρημένη της μορφή: στον γραφειοκρατικό καπιταλισμό. Η ίδια διαδικασία, ή μετάβαση δηλαδή της εκμεταλλευτικής κοινωνίας από την κυριαρχία των τραστ και του χρηματιστικού κεφαλαίου στον γραφειοκρατικό καπιταλισμό συντελείται με μια διαφορά μόνον στους ρυθμούς και τα μέσα και σ' όλες τις δυτικού τύπου καπιταλιστικές χώρες. VI — Η πάλη για την αποτροπή του πολέμου, είναι αυτή η ίδια η πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού. Κάθε άλλη πάλη εναντίον του πολέμου ανεξάρτητη από την πάλη για τον σοσιαλισμό — συνέδρια και πορείες ειρήνης, δημοψηφίσματα, κινητοποιήσεις για μερικό ή γενικό αφοπλισμό, κατάργηση των ατομικών όπλων και των βάσεων, αποχώρηση από το ΝΑΤΟ ή το σύμφωνο Βαρσοβίας, κλπ. — δεν έχει και δεν μπορεί να έχει άλλο αποτέλεσμα από το να συγχύζει τις μάζες, να τους δημιουργεί αυταπάτες και να αποσπά την προσοχή τους από, και την πάλη τους ενάντια σε, εκείνα τα κατεστημένα και τάξεις που δημιουργούν τους πολέμους και που δεν μπορούν να ζήσουν δίχως πολέμους. VII — Η επικείμενη επανάσταση στα σταλινικά κράτη έχει τα ίδια κίνητρα και τον ίδιο χαρακτήρα που έχει και σ' όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Ο κρατικός μηχανισμός θα συντριβεί και εκεί από την νικηφόρα επανάσταση και η εξουσία θα περάσει στα χέρια των λαϊκών μαζών με τη μορφή των εργατικών συμβουλίων. Ο στρατός, τα σώματα ασφαλείας, οι κομματικές, στρατιωτικές και αστυνομικές οργανώσεις θα διαλυθούν και δεν θα υπάρχει άλλη ένοπλη δύναμη έξω από τις μάζες. Τα μέσα παραγωγής από κολλεκτιβιστική ιδιοκτησία της γραφειοκρατίας θα γίνουν κολλεκτιβιστική ιδιοκτησία της εργατικής τάξης. Η γραφειοκρατία θα απαλλοτριωθεί από την ατομική της ιδιοκτησία (σπίτια, αυτοκίνητα, κοσμήματα, χρήματα, κλπ.). Τα προνόμια, οι διακρίσεις, η ανισότητα θα καταργηθούν και το ίσο ημερομίσθιο θα καθιερωθεί αμέσως για όλους τους εργαζόμενους. VIII — Ο ίδιος στρατηγικός σκοπός που ισχύει για τις προχωρημένες καπιταλιστικές χώρες, ο ίδιος ισχύει και για τις υποανάπτυκτες και καθυστερημένες. Δεν υπάρχει γι' αυτές τις χώρες κανένα ιστορικά αναγκαίο μεταβατικό και ενδιάμεσο για τον σοσιαλισμό στάδιο. Και οι επαναστάσεις σ' αυτές αποτελούν αναπόσπαστα μέρη της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης. Είναι κι αυτές μέρος του ίδιου ιστορικού προτσές. Οι μάζες πουθενά και ποτέ δεν επαναστάτησαν για να αλλάξουν τους εκμεταλλευτές ή τα εμβλήματα και τις σημαίες, αλλά για την οικονομική, πολιτική και κοινωνική τους απελευθέρωση. Ότι μέχρι σήμερα σ' αυτές τις χώρες έχουν επικρατήσει στρατιωτικές χούντες ή γραφειοκρατικές κλίκες αυτό δεν εξηγείται από καμμιά ιστορική ανάγκη, αλλά από την αδυναμία των μαζών να αναπτύξουν μια αυτόνομη δράση. IX — Οι επαναστάτες δεν προβάλλουν τον εαυτό τους για «ηγέτη» και «κηδεμόνα» πιο αξιόπιστο απ' αυτούς που έχουν σήμερα οι μάζες. Διακρίνονται από όλες τις άλλες ομάδες, τάσεις, κόμματα, από την ακλόνητη πίστη τους στη δύναμη και τη δημιουργική ικανότητα των μαζών. Το καθήκον που θέτουν στον εαυτό τους είναι να βοηθήσουν τις μάζες να πάρουν συνείδηση και να εκπληρώσουν τα ιστορικά τους καθήκοντα. Συμμετέχουν δραστήρια σ' όλους τους οικονομικούς και πολιτικούς ταξικούς αγώνες, των μαζών. Θέτουν πάντα σ' αυτούς τους αγώνες τα γενικότερα συμφέροντα της τάξης και τους μεγάλους σκοπούς του κινήματος και προσπαθούν να τους βαθύνουν, να τους ευρύνουν, να αναπτύξουν την πρωτοβουλία των μαζών, τη δραστηριότητα τους, την αυτενέργεια τους, το κριτικό τους πνεύμα. Τις βοηθούν να αποδεσμευτούν από την κηδεμονία της γραφειοκρατίας, από τις δημοκρατικές και πασιφιστικές αυταπάτες, από τις θρησκευτικές προλήψεις, τις δουλικές συνήθειες και προπαντός από τον εθνικισμό. Εκείνο που πρέπει διαρκώς, επίμονα, δίχως διακοπή, να επαναλαμβάνεται και να υπογραμμίζεται είναι ότι οι εργαζόμενες μάζες μόνες τους θα χειραφετηθούν, ότι μόνον στον εαυτό τους πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη, ότι πρέπει αυτές οι ίδιες να διευθύνουν τους αγώνες τους, μέσω οργάνων που εκλέγονται ελεύθερα από όλους τους εργαζόμενους στους τόπους εργασίας, που ελέγχονται, που λογοδοτούν και που ανακαλούνται οποτεδήποτε. Η παράδοση των Επιτροπών Δράσης, των Επιτροπών αγώνα, των Απεργιακών Επιτροπών, πρέπει να ξαναζωντανέψει. Όλες οι οποιεσδήποτε σχέσεις των επαναστατών με τις μάζες στηρίζονται στην αρχή ότι η πρώτη και τελευταία πηγή του σοσιαλισμού είναι οι ίδιες οι μάζες».


Καταλήψεις Νομικής και Πολυτεχνείου

Σχετικά με τις καταλήψεις της Νομικής και τα γεγονότα του Πολυτεχνείο του 1973 έχουν γίνει γνωστά πολλά στοιχεία σήμερα. Ωστόσο, να υπογραμίσουμε μερικά στοιχεία τα οποία ίσως να μην είναι τόσο γνωστά: ότι στην κατάληψη της Νομικής στις 21-22 Φλεβάρη 1973 κυριάρχησαν οι ανένταχτοι και αυτόνομοι φοιτητές. Οι λειτουργίες εκείνη την εποχή στο φοιτητικό κίνημα ήταν στην ουσία αμεσοδημοκρατικές. Οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονταν στα σκαλιά του Πανεπιστημίου, οι εκλεγμένες επιτροπές ελέγχονταν καθημερινά σχεδόν από τους φοιτητές και με την πρώτη ευκαιρία ανακαλούνταν.
Στις 20 Μάρτη 1973 έγινε νέα κατάληψη της Νομικής από 1.000 περίπου φοιτητές μετά από συγκέντρωση 2.000 φοιτητών, ενάντια στη στράτευση συναδέλφων τους και τις δεκάδες συλλήψεις συνδικαλιστών φοιτητών. Αλλά η πρυτανεία κάλεσε την αστυνομία η οποία εισέβαλε με σκάλες καθώς και από πλαϊνές πόρτες στη Νομική. Το αστυνομικό όργιο βίας είναι πρωτοφανές έχοντας ως αποτέλεσμα δεκάδες τραυματίες και 100 συλλήψεις. Αρκετοί τραυματίες, γονείς καταληψιών καθώς και ξένοι δημοσιογράφοι ξυλοκοπούνται και κακοποιούνται.

Ο Γ. Γιάνναρης γράφει ότι ούτε οι θεωρίες του Μαρκούζε ούτε και οι ιδέες του γαλλικού Μάη έπαιξαν μεγάλο ρόλο στο τότε ελλαδικό φοιτητικό, μαζικό κίνημα, παρά μόνο έγιναν κτήμα και υπόθεση ελάχιστων ατόμων, γιατί ολόκληρη η ελληνική κοινωνία ήταν απομονωμένη και αποξενωμένη από αυτά. Πολλοί λένε ότι οι ιδέες του Μάη του ’68 έφτασαν στην Ελλάδα μετά από τρία χρόνια και μάλιστα αρκετά νεφελώδεις. Η χούντα άφηνε να δημοσιεύονται τέτοια γεγονότα στον Τύπο, αλλά μετά τα παρουσίαζε ως απεχθείς αναρχικές πράξεις που καμία σχέση δεν έχουν με την «ευνομούμενη» Ελλάδα κ.λπ. Μόνο το 1972 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Κον Μπεντίτ «Αριστερισμός. Το φάρμακο στη γεροντική αρρώστια του κομμουνισμού» (από τις Εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη»).

Η μεγάλη μάζα των αγωνιζόμενων φοιτητών και κάποιων εργατών και μαθητών εκείνη την περίοδο δεν ήταν ενταγμένη σε κανένα κόμμα ή οργάνωση. Ήσαν ανεξάρτητοι και ανένταχτοι. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν έβλεπαν το φοιτητικό κίνημα (ή και το εργατικό) ως μέρος (ή προέκταση) κάποιου προγράμματος ενός κόμματος, αλλά απαλλαγμένο από δογματισμούς και ιδεολογικές αγκυλώσεις των κομμάτων της παραδοσιακής αριστεράς. Μαζί με τις απόψεις των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Τρότσκι, Μάο κ.λπ. συνυπάρχουν και οι ιδέες των Μπακούνιν, Κον Μπεντίτ, Λούξεμπουργκ και Καστοριάδη. Οι δύο αυτές τάσεις συγκρούσθηκαν σε αρκετά ζητήματα, όπως οι φοιτητικές εκλογές όπου οι πρώτοι υποστήριζαν την συμμετοχή και οι δεύτεροι την αποχή. Η αποχή έγινε στην Πάντειο και στη Φυσικομαθηματική και στις άλλες σχολές κυριάρχησαν τα δύο Κομμουνιστικά Κόμματα. Οι πρώτοι έβλεπαν το φοιτητικό κίνημα ως συνδικαλιστικό και διεκδικητικό και οι δεύτεροι ως καταλύτη για την κινητοποίηση ευρύτερων μαζών, να συνδεθεί με την ευρύτερη κοινωνία και να βγει από τα στενά πανεπιστημιακά πλαίσια κάτι που αποδείχθηκε με τις εξεγέρσεις της Νομικής και του Πολυτεχνείου.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου «δεν έκφραζε καμιά συγκεκριμένη πολιτική παράταξη ή κόμμα. Αγκάλιαζε και ξεπερνούσε όλες τις πολιτικές γραμμές. Δρούσε χωρίς καθοδήγηση και όμως οι πράξεις του έδειχναν τον κοινό στόχο επιφανειακά, που εκφραζόταν με το «Κάτω η χούντα»… Μέσα σ’ αυτό το αυθόρμητο, οι ενέργειες του κόσμου ξεπερνούσαν σε αυτοδυναμία κάθε λογική συνδιαλλαγής με το καθεστώς. Κάτι που αντίθετα με αυτά που έκφραζε ο κόσμος ήταν το κοινό σημείο των πολιτικών δυνάμεων, ήταν ο παρονομαστής τους. Αυτοί που είχαν καταλάβει το Πολυτεχνείο είχαν μετατραπεί στον εμπνευστή της ανεξάρτητης δράσης. Ο κύριος ρόλος τους ήταν εμψυχωτικός και παρορμητικός κι όχι καθοδηγητικός. Αυτό δείχνεται μετά την Πέμπτη ξεκάθαρα. Όπου τίποτα δεν μπορεί να ελεγχθεί ακόμα και μέσα στο κτίριο, εκτός από τυπικά πράγματα (τροφοδοσία, ιατρική περίθαλψη κ.λπ.»

(Από την μπροσούρα «Νοέμβρης ’73, έξι χρόνια αρκετά δεν θα γίνουν εφτά» της Αυτόνομης Πρωτοβουλίας Πολιτών, Νοέμβρης 1979.

Ο Γιάνναρης μιλάει ακόμα και για ανυπαρξία των αριστερών οργανώσεων κυρίως της ΚΝΕ και του «Ρήγα» καθώς και για τον ανύπαρκτο στην ουσία ρόλο της αριστεράς στο γαλλικό Μάη. Ο ίδιος λέει ότι ακόμα και οργανώσεις όπως «Κίνημα 29 Μάη» και «Κίνημα 20 Οκτώβρη» ήσαν προσπάθειες απόκτησης ιδεολογικής συγγένειας με το «Κίνημα 22 Μάρτη» της Ναντέρ, αλλά απομακρύνονταν από τις στενά ελληνικές υποθέσεις και γι’ αυτό, μάλλον, απέτυχαν.


Ποιοι, πώς και πότε ανοίγουν το δρόμο στο φασισμό

Ως επίμετρο παρατίθεται ένα ακόμα εμβληματικό και αρκετά κατατοπιστικό κείμενο του Άγι Στίνα, με τίτλο «Ποιοι, πώς και πότε ανοίγουν το δρόμο στο φασισμό», δανείζοντάς το από το περιοδικό «Πεζοδρόμιο» Νο 5 (Ιούνιος 1975), που παγματεύεται το πώς οδηγηθήκαμε από τα γεγονότα του 1965 στη επτάχρονη δικτατορία και τη λεγόμενη μεταπολίτευση (διατηρείται η ορθογραφία του συγγραφέα):

«Υπάρχει κίνδυνος υποτροπής του στρατιωτικού πραξικοπήματος και πώς μπορούν οι λαϊκές μάζες να προφυλάξουν τον εαυτό τους απ' αυτόν τον κίνδυνο; Είναι ένα ζήτημα απείρως σημαντικότερο από όλα συλλήβδην τα εκλογικά προγράμματα όλων δίχως εξαίρεση, των πολιτικών κομμάτων. Πρέπει άμεσα δίχως καθυστέρηση να απασχολήσει τους αγωνιστές και τις μάζες. Οι παρακάτω γραμμές είναι μία αρχή και θέλουμε να ελπίζουμε μία μικρή συμβολή σ' αυτή την προσπάθεια.

Ο κίνδυνος αναμφισβήτητα υπάρχει. Θα είμαστε ασυγχώρητα αφελείς εάν πιστεύαμε ότι μία κλίκα πρακτόρων της CIA μπόρεσε να επιβληθεί στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας και παρά τη θέλησή τους να τα χρησιμοποιεί εφτά ολόκληρα χρόνια για δήμιους, σφαγείς, δεσμοφύλακες και βασανιστές του λαού. Το πράσινο φως στην γκαγκστερική συμμορία του Παπαδόπουλου και του Ιωαννίδη το άναψε στις 21 Απριλίου 1967 ή CIA με την εντολή και για το συμφέρον του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Αλλά αυτό που έκανε ο Παπαδόπουλος ήταν αυτό που επιθυμούσαν και αυτό που περίμεναν ένας αρκετά μεγάλος αριθμός αξιωματικών δίχως αυτοί να είχαν από προηγούμενα στρατολογηθεί στη Χούντα. Είναι αυτό το ίδιο το σώμα των αξιωματικών, που, διαπαιδαγωγημένο με μιλιταριστικό, καποραλιστικό, πραιτωριανό, αντιλαϊκό και αντιδημοκρατικό πνεύμα, διαποτισμένο με μίσος και περιφρόνηση για τον λαό, αποτελεί μία διαρκή, μόνιμη απειλή για τα πολιτικά, δημοκρατικά και ανθρώπινα δικαιώματα των λαϊκών μαζών. Αυτό το κοινωνικό στρώμα, που στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία κατέχει μία εξαιρετικά προνομιούχα θέση, είναι ο πιο θανάσιμος εχθρός της εργατικής τάξης και του απελευθερωτικού της κινήματος. Και είναι ο πιο θανάσιμος εχθρός γιατί ξέρει ότι στην κοινωνία της οποίας ιστορικός φορέας είναι ή εργατική τάξη δεν θα υπάρχει θέση γι’ αυτό.

Ποιος μπορεί λοιπόν να εγγυηθεί σήμερα ότι οι στρατηγοί, οι συνταγματάρχες, οι ταξίαρχοι δεν θα επιχειρήσουν ένα νέο πραξικόπημα; Η Κυβέρνηση; Αλλά και να θέλει δεν έχει τη δύναμη να τους εμποδίσει. Δεν υπάρχει μέσο που να κάνει ικανή την Κυβέρνηση να ελέγχει πραγματικά τον στρατό. Δεν πρόκειται για την σημερινή αλλά για την οποιαδήποτε κυβέρνηση.

Στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, βασιλευόμενη ή αβασίλευτη, άλλο πράγμα είναι το κοινοβούλιο μέσω του οποίου υποτίθεται ότι ασκεί ο λαός την εξουσία του και άλλο το κράτος. Το πρώτο δεν έχει στα χέρια του καμμιά ουσιαστική δύναμη. Την «εξουσία» του και την ύπαρξή του την αντλεί από το σύνταγμα και τους νόμους. Δηλαδή από τα χαρτιά. Η πραγματική δύναμη είναι το Κράτος. Δηλαδή οι ένοπλες δυνάμεις, τα σώματα ασφαλείας, ή ΚΥΠ, οι μυστικές υπηρεσίες. Σε τελευταία φυσικά ανάλυση και το ίδιο το κράτος χρωστάει τη δύναμή του και την ύπαρξή του στις εξουσιαστικές αντιλήψεις και στις εξουσιαστικές σχέσεις που αποτελούν το υφάδι και το στιμόνι κάθε εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Προορισμός του Κράτους είναι να υπερασπίζει το εκμεταλλευτικό καθεστώς, να κρατάει τις εργαζόμενες μάζες στην υποταγή και να κάνει δυνατή την εκμετάλλευσή τους. Κι από αρκετά χρόνια αυτό συγχωνεύεται με τους εκμεταλλευτές κι ακόμα σε μία σειρά χωρών γίνεται αυτό το ίδιο καπιταλιστής και μάλιστα ο πιο σκληρός και ο πιο αυταρχικός καπιταλιστής. Όταν το κοινοβούλιο γίνεται ενοχλητικό στους εκμεταλλευτές, τότε επεμβαίνει το κράτος με τις ένοπλες δυνάμεις του, διαλύει το κοινοβούλιο μετατρέπει τη χώρα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και οι στρατηγοί και συνταγματάρχες αναλαμβάνουν τη διοίκηση του στρατοπέδου. Την πιο χονδροειδή απάτη στην κοινοβουλευτική δημοκρατία θα την βρούμε στο πιο βασικό και το πιο θεμελιώδες άρθρο του Συντάγματος. Σ' αυτό που μας λέει ότι πηγή και φορέας όλων των εξουσιών είναι ο λαός. Δεν είναι μόνον που στο κοινοβούλιο μέσω του οποίου «ασκεί την εξουσία του» δεν διαθέτει καμμία ουσιαστική δύναμη, άλλα και με ποια έννοια μπορεί να είναι ο λαός πηγή και φορέας όλων των εξουσιών, όταν η μόνη σχέση που έχει με την εξουσία, είναι να καλείται κάθε τέσσερα χρόνια να εκλέγει τους βουλευτές. Από εκεί και πέρα δεν έχει καμμιά δουλειά με την εξουσία. Κι ακόμα μπορεί άλλα να του υπόσχεται ο υποψήφιος βουλευτής ότι θα κάνει και άλλα εντελώς αντίθετα να κάνει όταν εκλεγεί βουλευτής. Και αυτός που είναι «πηγή και φορέας όλων των εξουσιών» να μην έχει δικαίωμα ούτε να τον ανακαλέσει, ούτε να του κόψει το μισθό, ούτε να του κάνει μήνυση για απάτη. Κράτος και κυριαρχία του λαού είναι απολύτως ασυμβίβαστα μεταξύ τους. Αυτό είναι που πρέπει να γίνει αρχή και συνείδηση για την μαχόμενη για την απελευθέρωσή της εργατική τάξη.

Δεν υπάρχει παρά μία και μόνη δύναμη, ικανή να εμποδίσει ένα στρατιωτικοφασιστικό πραξικόπημα: Οι ίδιες οι λαϊκές μάζες και πρώτα από όλα οι εργάτες. Αυτές οι ροζιασμένες γροθιές που στις μεγάλες στιγμές της ιστορίας τους τινάξανε στον αέρα αιωνόβιους θρόνους και πανίσχυρα καθεστώτα, αυτές έχουν την δύναμη να εμποδίσουν ένα στρατιωτικοφασιστικό πραξικόπημα και να σκορπίσουν και να κάνουν σκόνη, τον σκοτεινό συρφετό της αντίδρασης.

Ο εργαζόμενος λαός είναι πανίσχυρος, αρκεί να μην έχει αυταπάτες και αρκεί να έχει συνείδηση της δύναμής του, συνείδηση των καθηκόντων του, συνείδηση των κινδύνων πού τον απειλούν και συνείδηση των εχθρών και των φίλων του. Δεν υπάρχει τίποτε πιο επικίνδυνο για τις αγωνιζόμενες μάζες από τις αυταπάτες και δεν υπάρχει τίποτε πιο πολύτιμο από την αλήθεια.

Για να επιτύχει ένα φασιστικό πραξικόπημα πρέπει να έχουν δημιουργηθεί κατάλληλες γι’ αυτό πολιτικές συνθήκες, πρέπει να υπάρχει ένας ευνοϊκός γι’ αυτό συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων. Όσο οι λαϊκές μάζες βρίσκονται ορθές στα οχυρά τους, σε διαρκή επαγρύπνηση και σε διαρκή μαχητική ετοιμότητα κανείς δεν θα επιχειρήσει και κανείς ποτέ δεν επιχείρησε ένα πραξικόπημα εναντίον τους. Και ο κύριος λόγος είναι ότι μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα και σ' αυτό το κλίμα, ο μηχανισμός του ρομπότ των στρατιωτών παθαίνει εμπλοκή και οι κάνες των όπλων αλλάζουν κατεύθυνση.

Οι κατάλληλες για το φασιστικό πραξικόπημα συνθήκες αυτές που κάνουν δυνατή την επιτυχία του, δημιουργούνται όταν εξατμιστεί ο ενθουσιασμός των μαζών, όταν πέσει ή δραστηριότητά τους, το μαχητικό τους πνεύμα, το πολιτικό τους ενδιαφέρον, όταν εγκαταλείψουν τα οχυρά τους, αποσυρθούν οι ίδιες από την πολιτική σκηνή και εμπιστευτούν την υπόθεσή τους στους δήθεν πολιτικούς και κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους τους.

Υπάρχει πάνω σ' αυτό μια πολύ πρόσφατη και με πολύ αίμα και πολλά δάκρυα πληρωμένη πείρα:

Η παύση του Παπανδρέου από τον βασιληά τον Ιούλιο του '65 προκαλεί μια αυθόρμητη εξέγερση των λαϊκών μαζών σ' όλη τη χώρα. Παντού τεράστιες σε όγκο μαχητικές διαδηλώσεις και στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Το «πεζοδρόμιο» κυριαρχεί αποφασισμένο να επιβάλλει τη θέλησή του. Από τις πρώτες συγκρούσεις με την αστυνομία γίνεται φανερό ότι αυτή δεν είναι ικανή να επιβληθεί και να καταστείλη την εξέγερση. Ο τρόμος βασιλεύει στους κύκλους των βιαστών της λαϊκής θέλησης και των πατρώνων τους ντόπιων και ξένων. Να χρησιμοποιήσουν τον στρατό ξέρουν ότι είναι πολύ επικίνδυνο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι μάζες θα μπορούσαν εκείνες τις μέρες να σαρώσουν τα πάντα. Κανείς δεν μπορούσε τότε να ημερώσει και να δαμάσει τις εξαγριωμένες αυτές μάζες εκτός από εκείνους που οι ίδιες οι μάζες θεωρούσαν δικούς τους. Η Ένωση Κέντρου και η ΕΔΑ. Κι αυτό κάνανε.

Οι λαϊκές εξεγέρσεις δεν είναι θρησκευτικές λιτανείες. Οι εξεγερμένες μάζες βάζουν φωτιές, καίνε αυτοκίνητα, καταστρέφουν βιτρίνες, ξυλώνουν πεζοδρόμια, στήνουν οδοφράγματα κι ακόμα προμηθεύωνται απ’ όπου μπορούν όπλα. Αυτά είναι φυσικά για το κράτος «έκτροπα» και «παράνομα» και τιμωρούνται αυστηρά από τον ποινικό νόμο. Κανονικά και νόμιμα είναι η εκμετάλλευση των εργατών απ' τους καπιταλιστές οι φόροι που επιβάλλει το κράτος, η σφαγή των μαζών από τους χωροφύλακες, όταν αυτές διεκδικούν τα δικαιώματά τους, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης τα βασανιστήρια, οι πόλεμοι, με τη βαρβαρότητα τους, τις καταστροφές τους, την κτηνωδία τους, τα εκατομμύρια των ανθρώπινων υπάρξεων που δίνονται τροφή στα κανόνια. Έκτροπα και παράνομα ήταν αυτά και για τους κυρίους της Ενώσεως Κέντρου και της ΕΔΑ. Με επίσημα ανακοινωθέντα και σε δημόσιους λόγους τα καταγγέλλουν, τα καταδικάζουν και τα αποδίδουν σε προβοκάτορες και ανεύθυνα στοιχεία. Ο λαός καλείται να προφυλάσσεται απ' αυτούς τους προβοκάτορες και τα ανεύθυνα στοιχεία τροτσκιστές, κινεζόφιλους κ.λπ. και να πειθαρχεί μόνον στους υπεύθυνους φορείς και τους επίσημους εκπροσώπους του δηλ. σ' αυτούς. Έτσι, όπως ήταν αναπόφευκτο, το τεράστιο και πανίσχυρο αυτό λαϊκό κίνημα, χάνει τον αυθόρμητο χαρακτήρα του, τη μαχητικότητά του και την ορμή του. Η αμφιβολία, η δυσπιστία και ο φόβος εισχωρούν στις γραμμές των μαχόμενων μαζών και τις διαλύουν Οι συγκεντρώσεις είναι τώρα «υπεύθυνες», «προγραμματισμένες» και «ευπρεπείς». Από την Ιπποκράτους πραγματοποιείται ειρηνική πορεία προς την Ομόνοια με τους «υπεύθυνους φορείς» επικεφαλής και με τους κομματικούς φρουρούς πού παρακολουθούν έτοιμοι να επέμβουν για να εμποδίσουν απρεπείς εκδηλώσεις εκ μέρους «προβοκατόρων». Εκεί στην Ομόνοια αφού ψάλλουν σε στάση προσοχής τον εθνικό ύμνο διαλύονται με τη σύσταση πάντα για πειθαρχία, ησυχία, τάξη και ευπρέπεια!!!

Ο δρόμος τώρα είναι ελεύθερος για τον Αποστολάκο και εν συνεχεία με τη δύναμη φυσικού νόμου για τη φασιστική Χούντα. Οι «υπεύθυνοι φορείς» βαθείς γνώστες των ιστορικών νόμων, χαρακτηρίζανε τότε τη δικτατορία παραλογισμό και θεωρούσαν αδύνατη την επιβολή της. Δεν ξέρανε, δεν μάθανε, δεν διάβασαν πουθενά ότι ακριβώς η ιστορία είναι γεμάτη παραλογισμούς. Και μ' αυτή τη σιγουριά τους πιάστηκαν στον ύπνο όπως οι μωρές παρθένες του Ευαγγελίου όταν ο παραλογισμός έγινε πραγματικότητα.

Η Ένωση Κέντρου και η ΕΔΑ είναι οι κύριοι υπεύθυνοι της εφιαλτικής νύκτας που έζησε η χώρα εφτάμισυ ολόκληρα χρόνια. Το ίδιο έγινε και το 1936.

Λίγο μετά την επιστροφή του Γεωργίου και τη γενική αμνηστεία κύματα αγρίων απεργιών κατακλύζουν τη χώρα. Σ' όλα τα βιομηχανικά κέντρα συγκρούσεις με νεκρούς και τραυματίες. Το κίνημα φτάνει στο αποκορύφωμά του με τα φονικά γεγονότα της 9ης του Μάη στη Θεσσαλονίκη. Οι μάζες απαντούν αμέσως στους δολοφόνους. Όλη η εργατιά της Θεσσαλονίκης και των περιχώρων πλημμυρίζει με ασυγκράτητη ορμή και οργή στους δρόμους. Οι χωροφύλακες απωθούνται και τα αστυνομικά τμήματα πολιορκούνται. Τμήματα στρατιωτών περνούν με το μέρος της μάζας. Οι μάζες είναι κύριες της πόλης. Η μόνη πραγματική εξουσία είναι ή Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή. Σ' όλη τη χώρα οι εργατικές μάζες είναι ανάστατες. Παντού άγριες κραυγές για γενική απεργία παντού έτοιμες να κατέβουν στους δρόμους. Εάν σ' αυτές τις κρίσιμες ώρες οι μάχες θα κατέληγαν στην αποφασιστική τελική αναμέτρηση με το καθεστώς αυτό εντελώς εξαρτιώνταν από τη συνειδητή πλέον ικανότητα των μαχόμενων μαζών να αποδεσμευτούν από την επιρροή του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ξέρουμε ότι αυτό δεν έγινε. Οι μέρες που οι μάζες θα αποτινάξουν την ξένη κι εχθρική σ' αυτούς κηδεμονία των «κομμάτων τους» και θα αναλάβουν αυτές οι ίδιες με δικά τους όργανα τη διεύθυνση του κινήματός τους, δεν είχαν φτάσει ακόμα. Εξακολουθούσαν και μέσα σ' αυτές τις συνθήκες που ήταν κυρίαρχες να διατηρούν την εμπιστοσύνη τους στο ΚΚΕ και αυτό χρησιμοποίησε αυτή την εμπιστοσύνη για να ανακόψει την ορμή τους, να τις συγκρατήσει, να τις ημερώσει και να βοηθήσει έτσι το καθεστώς να αποκαταστήσει την «τάξη» και τον νόμο. Οι έτοιμες να κατέβουν στους δρόμους μάζες συγκρατούνται από την Ενωτική Γενική Συνομοσπονδία με το πρόσχημα ότι πρέπει αυτή να συνεννοηθεί με τη ρεφορμιστική Γενική Συνομοσπονδία και να συντονίσουν από κοινού τις ενέργειες τους και από κοινού να κηρύξουν γενική απεργία. Ένα αισχρό, ηττοπαθές ανακοινωθέν σχετικά με τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, υπογραμμένο από τον Θέο και τον Καλομοίρη, προσπαθεί να καθησυχάσει την πανικόβλητη κυβέρνηση και την αστική τάξη ενώ σκορπάει την αμφιβολία και τη σύγχιση στους εργάτες. Η γενική 24ωρη απεργία θα κηρυχτεί ύστερα από αρκετές μέρες αφού υποχωρήσει και το μαχητικό πνεύμα και το μίσος και η οργή των μαζών. Ένα μέρος μόνο των εργατών απλώς απέσχε από την εργασία δίχως καμία εκδήλωση στους δρόμους.

Στη Θεσσαλονίκη γίνονται δεκτοί στην Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή δύο Βενιζελικοί βουλευτές οι Ζάννας και Μαυροκορδάτος. Δύο διεθνιστές εργάτες μέλη της Κεντρικής Απεργιακής Επιτροπής, οι Ταμτάκος (αντιπρόσωπος των υποδηματεργατών) και Βασιλειάδης (των υφαντουργών), διαμαρτύρονται και καταγγέλλουν το δίχως προηγούμενο γεγονός να γίνονται μέλη στο Επιτελείο των μαχόμενων μαζών στελέχη της εχθρικής τάξης. Η διαμαρτυρία δεν εισακούεται, αφού η πρόταση για την αποδοχή των δύο Βενιζελικών βουλευτών έγινε από το ΚΚΕ. Αυτό δεν μπορεί να μην ήξερε τι κάνει Τέλος η προδοσία ολοκληρώνεται σε μία συγκέντρωση που κάλεσε ό διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού. Αυτός αφού είδε ότι δεν μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη στους στρατιώτες του, αποφάσισε να αλλάξει τακτική. Καλεί ο ίδιος μία συγκέντρωση των εργατών και των ηγετών τους και εκεί δημόσια υπόσχεται με τον λόγο της στρατιωτικής του τιμής ότι θα γίνουν δεκτά όλα τα αιτήματα των εργατών, ότι θα τιμωρηθούν οι χωροφύλακες που πυροβόλησαν απεργούς, ότι θα αποζημιωθούν οι οικογένειες των θυμάτων κλπ. Οι εργάτες δεν δώσανε φυσικά καμία σημασία και καμία πίστη στις υποσχέσεις και στους λόγους τιμής του στρατηγού. Τότε όμως επεμβαίνει ό Μ. Σινάκος βουλευτής Χαλκιδικής του Κομμουνιστικού Κόμματος και δίπλα στον στρατηγό καλεί τους εργάτες να δώσουν πίστη στο λόγο τιμής ενός ανωτάτου έλληνα αξιωματικού, να δείξουν ότι είναι πειθαρχημένες μάζες και όχι μπουλούκι και να... διαλυθούν. Αυτόν οι μάζες τον άκουσαν. Δεν ήταν στρατηγός αλλά κομμουνιστής βουλευτής. Αυτός πρέπει να ήξερε τι κάνει! Και αναμφισβήτητα ήξερε αλλά το αντίθετο από εκείνο πού νόμιζαν οι εργάτες.

Η διαρκής επαναστατική επιφυλακή των μαζών λύνεται. Και τότε βλέπουμε ένα φαινόμενο που μπορεί να εκπλήσσει τους ιστορικούς και τους ψυχολόγους αλλά που δεν είναι καθόλου σπάνιο στην ιστορία: Αυτές οι ατρόμητες και ηρωικές μάζες, αυτοί οι εργάτες και εργάτριες με την αδάμαστη θέληση και με την γεμάτη φωτιά ψυχή, αυτοί που ακράτητοι ορμούσαν πάνω στα πολυβόλα και με τη γροθιά τους τα έκαναν σκόνη κι αυτά και εκείνους που τα χειρίζονταν, αυτοί οι ίδιοι και οι ίδιες μεταμορφώνονται τώρα απότομα σε φιλήσυχα αδύναμα και ειρηνικά ανθρωπάκια.

Την άλλη μέρα παντού στις γωνίες των δρόμων της Θεσσαλονίκης ισχυρά αποσπάσματα χωροφυλακής με βαρειά πολυβόλα. Τώρα μπορεί δίχως φόβο να χρησιμοποιηθεί και ο στρατός. Πολεμικά πλοία στο λιμάνι και τα κανόνια του Καραμπουρνού με τις μπούκες προς τις εργατικές συνοικίες. Αυτά τα μέτρα τα υπαγορεύει μόνον ο πανικός γιατί περίπτωση να κατέβουν ξανά οι μάζες στους δρόμους δεν υπήρχε. Το ηρωικό προλεταριάτο της Θεσσαλονίκης όπως και το προλεταριάτο όλης της χώρας, θα κάνει πολλά χρόνια για να ξανασηκωθεί στα πόδια του. Συλλήψεις ενεργούνται κατά μάζες δίχως να προβάλλεται η παραμικρή αντίσταση και τα κρατητήρια γεμίζουν από εργάτες αγωνιστές. Και οι ηγέτες του ΚΚΕ; Έκαναν κι αυτοί το καθήκον τους. Πήγαν στον διοικητή του Γ' Σώματος και «διαμαρτυρήθηκαν εντόνως», γιατί τους γέλασε και δεν κράτησε τον λόγο της στρατιωτικής του τιμής.

Ο δρόμος τώρα είναι ελεύθερος για την αντίδραση. Το ΚΚΕ τον καθάρισε από όλα τα εμπόδια. Σε δυο μήνες η δικτατορία του Μεταξά θα επιβληθεί δίχως ν' ανοίξει μύτη. Αυτή ήταν η μοιραία κατάληξη της ηττοπαθούς πολιτικής του ΚΚΕ. Όποιος αμφιβάλει για την ακρίβεια αυτών των στοιχείων δεν είναι δύσκολο να τα ελέγξει. Για το '65 δεν υπάρχει θέμα. Δεν έχουν περάσει παρά εννιά χρόνια και πρέπει να είναι ζωντανά ακόμη στη μνήμη μας. Για το '36 μπορούν να τα ελέγξουν είτε από πληροφορίες παληών εργατών, είτε από τον τύπο της εποχής, είτε ακόμα από το βιβλίο του Λιναρδάτου για την 4η Αυγούστου, παρ' όλο που αυτός αποδίδει την ευθύνη για την δικτατορία της 4ης Αυγούστου, στην άρνηση των αστικών κομμάτων να συνεργαστούν με το ΚΚΕ, παρά τις διαρκείς όπως γράφει προτάσεις και εκκλήσεις αυτού του τελευταίου.

Τα παραπάνω στοιχεία είναι χρήσιμα στις σημερινές γενεές και γιατί δείχνουν σε ποιες πολιτικές καταστάσεις είναι δυνατή και σε ποιες δεν είναι η επιβολή και η επικράτηση ενός φασιστικού πραξικοπήματος αλλά και γιατί αποκαλύπτουν τον ρόλο του κομμουνιστικού Κόμματος, ρόλο όχι συμπτωματικό και συγκυριακό αλλά μόνιμο και αυστηρά από την ταξική του φύση καθορισμένου από την Ιστορία.


Ποια είναι σήμερα ή πολιτική κατάσταση;

Η δικτατορία δεν ανατράπηκε από μια λαϊκή εξέγερση. Η αντίδραση κατέχει πολύ ευαίσθητους δέκτες των μεταβολών πού συντελούνται στις διαθέσεις και στις συνειδήσεις των μαζών. Και από τα σήματα που συνέλαβαν, είδαν παγωμένα από φόβο την επερχόμενη τρομοκρατική καταιγίδα. Την είδαν στην οργή που προκάλεσε στις λαϊκές μάζες το φασιστικό πραξικόπημα στην Κύπρο, και την είδαν ακόμα πιο καθαρή στις διαθέσεις των επιστρατευθέντων εφέδρων. Ποια έκταση και ποια μορφή θα έπαιρνε η λαϊκή εξέγερση είχαν για την εκτίμηση της ένα σαφές προηγούμενο: Το Πολυτεχνείο.

Αυτά τα αγόρια κι αυτά τα κορίτσια που ατρόμητα αντιμετώπιζαν άοπλα με άφθαστο θάρρος και ηρωισμό, με αυταπάρνηση και δίχως όρια περιφρόνηση του θανάτου, τους πάνοπλους στυγνούς δολοφόνους, θα ήταν για τους δικτάτορες ένας διαρκής εφιάλτης.

Μια νέα λαϊκή εξέγερση θα σάρωνε τα πάντα, θα καθάριζε το πολιτικό έδαφος της χώρας από κάθε είδους, κάθε μορφής και κάθε χρώματος αντίδραση και θα άνοιγε το δρόμο για την πραγματική χειραφέτηση των λαϊκών μαζών. Έτσι για να προλάβουν την εξέγερση και για να σώσουν και το καθεστώς και τα τομάρια τους, κατασκεύασαν πανικόβλητοι στα γρήγορα την κυβέρνηση Καραμανλή. Και αναμφισβήτητα κάνανε μία πρώτης τάξεως επιτυχία. Η κυβέρνηση Καραμανλή πλαισιωμένη από γνωστές δημοκρατικές και σοσιαλιστικές φίρμες «ταλαιπωρημένους, βασανισμένους αντιστασιακούς αγωνιστές» κλπ. κλπ. κάνει υπέρ του καθεστώτος (αυτού του ίδιου του καθεστώτος που με τον τρόπο τους υποστήριξαν οι δικτάτορες), ό,τι ποτέ δεν θα μπορούσε να κάνει η Χούντα. Κατόρθωσε πρώτ' απ' όλα να εκτονώσει τις μάζες. Το μίσος και η οργή εναντίον των δικτατόρων έχουν αρκετά υποχωρήσει. Το μένος και η απόφαση των λαϊκών μαζών να λυντσάρουν τους ηγέτες της Χούντας και τους κτηνώδεις βασανιστές έχει περιοριστεί σε μια ευσεβάστως υποβαλλόμενη ευχή στην Κυβέρνηση για νόμιμες κυρώσεις κλπ.

Ο ιστορικός χώρος στον οποίον στην περίπτωση επαναστατικής ανατροπής της Χούντας, έπρεπε να βρίσκονται οι μάζες, κατέχεται σήμερα εξ ολοκλήρου από επιτροπές, ηγέτες και εκπροσώπους κομμάτων, οργανώσεων, μετώπων κλπ. Τα πληρεξούσιά τους φυσικά είναι από το 1964. Αλλά αυτό δεν έχει κατά τη γνώμη τους σημασία, αυτά εξακολουθούν να ισχύουν και να διατηρούν το κύρος τους. Πιστεύουν ή κάνουν ότι πιστεύουν ότι σ' αυτά τα 10 χρόνια, δεν έχει τίποτε αλλάξει. Δεν έχουν πραγματοποιηθεί ανακατατάξεις στα βάθη της κοινωνίας, δεν έχουν δημιουργηθεί νέες καταστάσεις, δεν έχουν συντελεστεί αλλαγές στη σκέψη, στη διάθεση, στη νοοτροπία, στη συνείδηση των μαζών.

Ο λαός περιορίστηκε σε πανηγυρικές εκδηλώσεις και επί του παρόντος βρίσκεται σε αναμονή.

Τι λένε, τι υπόσχονται στο λαό αυτοί που βρίσκονται στην πολιτική σκηνή, έστω και αν ανέβηκαν σ' αυτήν με την ανεμόσκαλα ή από την σκάλα της υπηρεσίας;

Το μεγαλύτερο μέρος απ' αυτό που λένε στις συγκεντρώσεις τους κι απ' αυτά που γράφουν στις εφημερίδες τους δεν είναι τίποτε άλλο και τίποτε περισσότερο από τις πολύ γνωστές και πολύ συνήθεις πατριωτικές σαπουνόφουσκες. Αυτό που του υπόσχονται κι αυτό που ήδη έχουν αρχίσει, όπως λένε, να οικοδομούν είναι: η Ελλάδα αποδεσμευμένη από την εξάρτηση, την επέμβαση και την επιρροή των ξένων, μία Ελλάδα που θα ανήκει στους Έλληνες, μία Ελλάδα εθνικά ανεξάρτητη, μία Ελλάδα με όλους τους έλληνες ενωμένους, με τον στρατό αδελφωμένο με τον λαό. Για την οικοδόμηση αυτής της Ελλάδος είναι σύμφωνοι και έχουν συνενώσει τις προσπάθειές τους η άκρα «αριστερά», το «δημοκρατικό» κέντρο και η «πατριωτική» δεξιά. Αυτή η αποδέσμευση της χώρας από τους ξένους, είναι μάς λένε προϋπόθεση για τη δημοκρατία την ελευθερία και την κυριαρχία του λαού.      

Πόση περιφρόνηση και πόση αηδία θα δοκιμάζουν προ παντός για την «άκρα αριστερά» όσοι εργάτες διατηρούν απλώς υγιές το ταξικό τους ένστικτο. Πόση απάτη και πόση αγυρτεία κρύβεται κάτω απ' αυτές τις μεγαλόστομες φράσεις για εθνική ανεξαρτησία, ελευθερία, δημοκρατία, κυριαρχία του λαού κ.λπ.

Αυτή η αποδεσμευμένη από την εξάρτηση των ξένων Ελλάδα, αυτή η ανεξάρτητη Ελλάδα, αυτή η Ελλάδα που θα ανήκει σε όλους τους Έλληνες, θα είναι ό,τι ήταν και πριν: μια καπιταλιστική κοινωνία. Και σε μια καπιταλιστική κοινωνία ούτε υπάρχει, ούτε είναι δυνατόν ποτέ να υπάρξει ελευθερία, δημοκρατία και κυριαρχία του λαού. Είτε εξαρτημένη είτε «ανεξάρτητη» είναι, μία κοινωνία στην οποίαν μία ασήμαντη αριθμητικά μειοψηφία εκμεταλλεύεται, ληστεύει και απομυζά την απέραντη πλειοψηφία του λαού. Αυτή η πλειοψηφία με το αίμα της, τον κόπο της, τον ιδρώτα της παράγει τα πάντα μηχανές, σπίτια, καράβια, αυτοκίνητα, όλων των ειδών τα αγαθά, ολόκληρο τον κοινωνικό πλούτο. Κι όλος αυτός ο κοινωνικός πλούτος σφετερίζεται απ' αυτή την ασήμαντη αριθμητικά μειοψηφία. Για να κρατάει αυτή η μειοψηφία την απέραντη πλειοψηφία του λαού στην κατάσταση του μισθωτού δούλου, διαθέτει από το ένα μέρος τους δεξιούς, κεντρώους και «αριστερούς» λακέδες της και από το άλλο το κράτος, τον στρατό, την αστυνομία, τα δικαστήρια, τις φυλακές. Και τα δύο μέρη εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό με διαφορετικά μόνον μέσα, το πρώτο με την απάτη και το δεύτερο με τη βία. Και σήμερα την απροκάλυπτη βία των συνταγματαρχών την έχει αντικαταστήσει η απάτη των πολιτικών κομμάτων.

Τα συμφέροντα των καπιταλιστών και των εργατών είναι απολύτως αντίθετα. Τίποτε το κοινό δεν υπάρχει ανάμεσα στους εργάτες και τους καπιταλιστές, ανάμεσα στα θύματα και τους ληστές. Η εθνική ενότης δεν είναι τίποτε άλλο από απάτη και δεν έχει άλλο σκοπό από το να κρατάει τους εργάτες στην υποταγή των εκμεταλλευτών τους. Δεν υπάρχουν και δεν μπορεί να υπάρχουν για τις εκμεταλλευόμενες μάζες εθνικά συμφέροντα, κοινά δηλαδή συμφέροντα με τους εκμεταλλευτές τους. Κοινά συμφέροντα και κοινά ιδεώδη οι έλληνες εργάτες έχουν μόνον με τους εργάτες του υπόλοιπου κόσμου: τους τούρκους, τους βουλγάρους, τους γιουγκοσλάβους, τους ρώσους, τους γερμανούς, τους αμερικάνους, τους κινέζους, τους εβραίους, τους άραβες, κλπ. κλπ. Ο στρατός, δηλαδή οι αξιωματικοί, υπάρχουν και πληρώνονται, όχι για να συμφιλιώνονται με τους εργάτες, αλλά για να τους κρατούν με τα τανκς και τα πολυβόλα στην ληστρική εκμετάλλευση των καπιταλιστών. Η πνευματική χειραφέτηση των λαϊκών μαζών από την εθνική και πατριωτική μυθολογία είναι αυστηρά απαραίτητη προϋπόθεση της κοινωνικής τους χειραφέτησης.

Οι εξ επαγγέλματος «αντιπρόσωποι» του λαού, πολιτικοί, συνδικαλιστές, συνεταιριστές, αθλοπατέρες, φοιτητοπατέρες κλπ. αποτελούν ένα ιδιαίτερο, αρκετά διογκωμένο στην εποχή μας, κοινωνικό στρώμα, με δικά του ιδιαίτερα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα. Αυτά του τα συμφέροντα συμπτωματικά, σε ορισμένες καταστάσεις και πάντα μέσα στα πλαίσια της εκμεταλλευτικής κοινωνίας συμπίπτουν με τα συμφέροντα των μαζών πού υποτίθεται ότι εκπροσωπούν.

Η πολιτική κατάσταση πού δημιουργείται μετά την ανάληψη της Κυβέρνησης από τον Καραμανλή, είναι κομμένη στα μέτρα αυτού του κοινωνικού στρώματος. Ολόκληρος ή πολιτική σκηνή έχει καταληφθεί απ' αυτό. Σύντομα θα γίνουν εκλογές, θα εκλεγούν βουλευτές, δήμαρχοι, δημοτικοί και κοινοτικοί σύμβουλοι. Νέες θέσεις θα δημιουργηθούν μετά τις εκλογές: Πολιτικά γραφεία, γραμματείς, νομικοί σύμβουλοι κλπ. Όρος απαραίτητος για να κατέχει και να διατηρεί τη δεσπόζουσα θέση αυτό το κοινωνικό στρώμα, είναι να διατηρείται αδιασάλευτος η «κοινωνική ειρήνη». Δεν θα πρέπει δηλαδή οι λαϊκές μάζες να θέτουν ζητήματα πού ενοχλούν τους εκμεταλλευτές και προ παντός δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούν στη διεκδίκησή τους τα μέσα της ταξικής πάλης. Όλες οι οποιεσδήποτε διαφορές πρέπει να λύνονται «πολιτισμένα» με πνεύμα συνεργασίας και πάντα μέσω των επισήμων «αντιπροσώπων» τους. Αυτό είναι στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία το κοινωνικό λειτούργημα, αυτού του στρώματος των «αντιπροσώπων».

Τελευταία, σε μερικές δυτικού τύπου δημοκρατίες γίνεται σοβαρή συζήτηση για την νομική αναγνώριση αυτού του κοινωνικού στρώματος σαν του μόνου νομίμου αντιπροσώπου των εργατών. Πράγμα που σημαίνει ότι οι απεργιακές επιτροπές, οι εργοστασιακές επιτροπές και τα εργατικά συμβούλια θα θεωρούνται παράνομα. Γι’ αυτήν την υπηρεσία τους στην καπιταλιστική κοινωνία και για να διατηρούν το κύρος τους, και την «εντολή» αποσπάν από τους εκμεταλλευτές μερικά ψιχία για τις μάζες και αρκετά παχυλούς μισθούς για τον εαυτό.

Σ' αυτό το κοινωνικό στρώμμα ανήκει και το κομμουνιστικό κόμμα. Αυτό το κόμμα που κάποτε ήταν το κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου της χώρας, έχει καταλήξει σήμερα στον πιο λυσσώδη εχθρό εκείνου που ήταν κάποτε ο δικός του στρατηγικός σκοπός: Η κοινωνική χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Στις θεωρητικές και πολιτικές του αποσκευές δεν υπάρχει τίποτε που να έχει μία οποιαδήποτε σχέση, είτε γενικά με την επαναστατική θεωρία, είτε ειδικά με τον μπολσεβικισμό της ηρωικής εποχής. Αυτές, οι αρκετά πολυτελείς εξωτερικά αποσκευές του, δεν περιέχουν τίποτε άλλο από τίτλους και λάσπη. Με τους τίτλους προβάλλει τον εαυτό του για τον μόνο νόμιμο ιστορικό κληρονόμο του επαναστατικού κινήματος. Η λάσπη είναι το μόνο αποδεικτικό στοιχείο, για όσους αμφισβητούν την γνησιότητα των τίτλων του.

Η μανία του στρέφεται προ παντός εναντίον των αριστερών (ή αριστερίστικων) επαναστατικών ομάδων και τάσεων. Και ο λόγος είναι ότι αυτές αμφισβητούν τη γνησιότητα των τίτλων του, αυτές αποκαλύπτουν τον αντικομμουνιστικό και αντεπαναστατικό χαρακτήρα του και αυτές διεκδικούν τον ιστορικοκοινωνικό χώρο για τον όποιον αυτό παρουσιάζει τίτλους Ιδιοκτησίας. Είναι απαραίτητο να σταθούμε πολύ γενικά στις μικρές επαναστατικές ομάδες και στις σχέσεις τους με τα μαζικά εργατικά κινήματα. Στην ιστορία του εργατικού κινήματος δεν υπάρχουν μαζικά εργατικά επαναστατικά κινήματα. Την εξήγηση αυτού του φαινομένου θα την βρούμε στην ιστορική αντίφαση μέσα στην οποίαν κινείται από τη γέννησή του το κίνημα της εργατικής τάξης. Οι εργατικές μάζες αγωνίζονται, διεκδικούν και λύνουν προβλήματα μέσα στα πλαίσια της καπιταλιστικής κοινωνίας. Σ' ορισμένες στιγμές, που είναι και οι πιο μεγάλες στιγμές της ανθρώπινης ιστορίας, αυτές οι μάζες μετατρέπονται σε τρομακτικό τυφώνα που σαρώνει τα πάντα, κονιορτοποιεί θρόνους και θεσμούς, γκρεμίζει απόρθητα τείχη και φρούρια και ανοίγει το δρόμο στη χειραφέτηση και στην εξουσία των λαϊκών μαζών. Σ' άλλη πνευματική κατάσταση βρίσκονται οι μάζες στην περίοδο των αμέσων οικονομικών και πολιτικών διεκδικήσεων και σ' άλλη στην Επανάσταση. Για να γίνει ένας μικρός προπαγανδιστικός κύκλος, μαζικό πολιτικό κόμμα, πρέπει να επηρρεάσει και να κατακτήσει μάζες, πρέπει να αυξάνει συνεχώς τον αριθμό των μελών του και την κυκλοφορία του τύπου του, πρέπει να παίρνει μέρος στις βουλευτικές και δημοτικές εκλογές και να κερδίζει έδρες στη Βουλή, δημάρχους και δημοτικά και κοινοτικά συμβούλια, προ παντός πρέπει να πάρει στα χέρια του τα εργατικά συνδικάτα. Αλλά για να πραγματοποιηθούν αυτά σε μια περίοδο «ειρηνικής» διεξαγωγής της παλης των τάξεων πρέπει να προσαρμοστεί και να ευθυγραμμιστεί με την κάθε άλλο παρά επαναστατική πνευματική κατάσταση που βρίσκονται οι μάζες σ' αυτή την περίοδο. Έτσι σιγά - σιγά οι επαναστατικές αιχμές του προγράμματος σπάνε η μία κατόπιν της άλλης μέχρι που τελικά να εγκαταλειφθεί ολόκληρο το πρόγραμμα. Από όργανο πάλης για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης γίνεται αντικειμενικό εμπόδιο αυτής της πάλης και εχθρός. Στην οππορτουνιστική ορολογία αυτό λέγεται προσγείωση στην πραγματικότητα. Αυτή είναι η ιστορία όλων των εργατικών κομμάτων και των σοσιαλδημοκρατικών και των κομμουνιστικών.

Οι πραγματικοί επαναστάτες ήταν πάντα μειοψηφία. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς σ' όλη τους τη ζωή αλύπητα, αμείλικτα καυτηριάζανε την οππορτουνιστική πολιτική της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Οι επαναστάτες που συγκεντρώνονταν γύρω από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν μία ασήμαντη αριθμητικά μειοψηφία σ' όλη την περίοδο της Δευτέρας Διεθνούς. Αλλά αυτές οι επαναστατικές μειοψηφίες είναι πού προετοιμάζουν τις μάζες για εκείνες τις μεγάλες στιγμές που κρίνεται η τύχη του κόσμου.

Πριν από το 1914, μέσα σε οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που άφηναν τον κόσμο με την εντύπωση ότι όλα πάνε από το καλό στο καλύτερο, η οππορτουνιστική επιχειρηματολογία είχε μια βαρύτητα και μια αληθοφάνεια. Οι συζητήσεις ανάμεσα στους επαναστάτες και τους οππορτουνιστές διεξάγονταν με θεωρητικά επιχειρήματα. Στην εποχή μας, στην ασύλληπτης φρίκης κόλαση, που έχει βυθίσει ο καπιταλισμός το ανθρώπινο γένος από τον Αύγουστο του 1914, δεν μπορεί, γιατί δεν υπάρχουν, να αντλήσει ο οππορτουνισμός θεωρητικά επιχειρήματα. Έτσι δεν έχουν τίποτε άλλο από τη λάσπη. Και σ' αυτό έχει ειδικότητα τα κομμουνιστικό κόμμα.

Τελευταία γίνεται πολύς λόγος για τους προβοκάτορες. Την αρχή την έκανε το ΚΚΕ με μια θορυβώδη εκστρατεία με τον τύπο του και τους ρήτορές του στις συγκεντρώσεις. Ακολουθεί όλος ο αστικός τύπος και περισσότερο από όλους το συγκρότημα Λαμπράκη. Ο ίδιος ο υπουργός Ασφαλείας κάνει επίσημες δηλώσεις για τον κίνδυνο εκ μέρους των προβοκατόρων και καλεί τον λαό να συνεργαστεί με την αστυνομία για την απομόνωσή τους και τη σύλληψή τους.

Υπάρχει πράγματι σήμερα κίνδυνος από τους προβοκάτορες; Στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα η εκστρατεία όλου του τύπου, οι δηλώσεις των υπουργών κλπ.; Η πρώτη αφορμή δόθηκε από την συγκέντρωση της 18 Αυγούστου στην πλατεία Συντάγματος. Στις περιγραφές των περισσοτέρων εφημερίδων διαβάζουμε ότι όπως συνήθως οι αστυφύλακες πέσανε με τη συνήθη τους αγριότητα πάνω στους διαδηλωτές, σπάσανε κεφάλια. Ξυλοφορτώσανε πολλούς και πιάσανε μερικούς πού όπως συνήθως τους τσακίσανε τα κόκκαλα στα κρατητήρια. Σ' αυτήν την σύγκρουση όμως ο κομμουνιστικός τύπος ανεκάλυψε για πρώτη φορά τους προβοκάτορες. Την επίθεση μας λέει την κάνανε οι προβοκάτορες και οι αστυφύλακες βρέθηκαν στην ανάγκη να αμυνθούν. Έτσι οι σφαγείς του Πολυτεχνείου μεταμορφώνονται «σ' αυτά τα καϋμένα τα παιδιά» του Γκίκα. Κατόπι όλος ο τύπος μιλάει για προβοκάτορες.

Πού βρίσκεται ο κίνδυνος από τους προβοκάτορες; Τί επιδιώκουν;

Θέλουν να δώσουν μάς λένε πρόσχημα στους στρατιωτικούς για να επέμβουν. Αλλά εάν εκείνο που λείπει από τους στρατιωτικούς για να επέμβουν είναι το πρόσχημα, αυτό μπορούν οποτεδήποτε να το κατασκευάσουν. Έχουν και τα μέσα και τους ανθρώπους.

Πρέπει να είναι κανείς ηλίθιος με πολλές πατέντες για να πιστέψει ότι μία στρατιωτική οργάνωση με άφθονα διαφόρων ειδών μέσα στη διάθεσή της και με πλήθος αδίστακτους ανθρώπους στην υπηρεσία της θα στείλει έναν εσατζή, έναν ναύτη και έναν υποδηματοποιό για να προβούν σε προκλήσεις και να της δώσουν προσχήματα για επέμβαση. Προβοκάτορες υπήρχαν από αιώνες και υπάρχουν και σήμερα. Κι αυτό που γίνεται σήμερα, αυτός ο θόρυβος, οι καταγγελίες, οι δηλώσεις κλπ. για τους προβοκάτορες, αυτό είναι μια οργανωμένη προβοκάτσια πολύ βρώμικη εναντίον των επαναστατικών ομάδων, εναντίον των επαναστατικών ιδεών και εναντίον της εργατικής τάξης. Προσπαθούν από κοινού Κυβέρνηση, αστυνομία και πολιτικά κόμματα όλων των αποχρώσεων, να ρυπάνουν αυτές τις ομάδες, να τις εκθέσουν, να τις απομονώσουν από τους εργάτες και τους φοιτητές. Το ΚΚ έχει ειδικούς λόγους στην πάλη του εναντίον των επαναστατικών ομάδων. Αυτές είναι πού αποκαλύπτουν τον αντεπαναστατικό και αντικομμουνιστικό χαρακτήρα αυτού του κόμματος. Κι αυτό όμως το κόμμα από κοινού με τα άλλα κόμματα και με την κυβέρνηση προσπαθούν να διαφυλάξουν την εθνική ενότητα και να εμποδίσουν μία αυτόνομη δράση της εργατικής τάξης. Οι επαναστατικές ομάδες αγωνίζονται για μία ταξική πολιτική, για ένα μέτωπο των εκμεταλλευομένων εναντίον των εκμεταλλευτών τους. Εάν λοιπόν αυτές οι ομάδες αποτελούνται από προβοκάτορες και ανεύθυνα στοιχεία, τότε και τα συνθήματα για ταξική δράση, ταξικό μέτωπο, κλπ. είναι ύποπτα και δεν θα πρέπει να επηρεάζονται απ' αυτά οι εργάτες. Αυτός είναι ο κοινός σκοπός κράτους και πολιτικών κομμάτων.

Ίσως δεν είναι περιττό να υπενθυμίσουμε ότι για προβοκάτορες καταγγέλθηκαν στη ρωσική επανάσταση ο Λένιν και ο Τρότσκυ και στη γερμανική η Λούξεμπουργκ και ο Λήμπκνεχτ.

Ο Παπαδόπουλος εφίμωσε και έβαλε ατό γύψο το λαό και κράτησε μόνον για τη Χούντα και τους ανθρώπους της το δικαίωμα να μιλάν, να γράφουν, να χρησιμοποιούν το ραδιοφωνικό σταθμό και την τηλεόραση. Το ίδιο ακριβώς προσπαθούν να κάνουν και εκείνοι που προβάλουν σήμερα τον εαυτό τους για εκπρόσωπο των φοιτητών, των εργατών, του λαού κλπ. Προσπαθούν να μονοπωλήσουν για τον εαυτό τους το δικαίωμα του λόγου και της συγκέντρωσης και να αποκλείσουν προ παντός τις αριστερές επαναστατικές ομάδες. Δηλαδή ο σκοπός τους είναι να μην ακουστεί η φωνή της εργατικής τάξης και της προλεταριακής επανάστασης. Αυτή τη φωνή φοβούνταν και ο Παπαδόπουλος και αυτό το στόμα ήθελε να κλείσει. Εκείνο που τάραξε από τα θεμέλιά της τη δικτατορία, εκείνο που έκανε τους συνταγματάρχες να κιτρινίσουν από το φόβο τους ήταν το Πολυτεχνείο και όχι ο χαρτοπόλεμος και τα ακίνδυνα βαρελότα των αντιστασιακών. Και όταν λέμε Πολυτεχνείο εννοούμε αυτές τις δεκάδες χιλιάδες από τα δίχως περγαμηνές και τίτλους ανώνυμα αγόρια και κορίτσια που τρεις μέρες έδιναν μάχες στους δρόμους της Αθήνας άοπλα ενάντια στα τανκς, στα πολυβόλα και στα αυτόματα της αστυνομίας και του στρατού.

Στις δημόσιες, λαϊκές εργατικές, φοιτητικές συγκεντρώσεις η κάθε πολιτική τάση παίρνει μέρος με τη σημαία της, τα συνθήματά της και ο εκπρόσωπός της πρέπει να έχει το δικαίωμα να μιλήσει. Έτσι πρέπει να γίνεται εάν ή δημοκρατία έχει μία έννοια και μία αξία για τις λαϊκές μάζες. Στις δύο όμως δημόσιες συγκεντρώσεις, στα Προπύλαια και στην πλατεία Κοτζιά, δύο - τρεις οργανώσεις μονοπωλήσανε για τους εαυτούς τους το βήμα και αρνήθηκαν να δώσουν το λόγο σε εκπροσώπους των άλλων τάσεων και οργανώσεων. Καλούσαν τους φοιτητές να προσέχουν για τυχόν προβοκάτορες, υπεδείκνυαν μία ορισμένη ομάδα και δίνανε εντολή στους «φρουρούς της τάξης» να την επιτηρούν. Επρόκειτο για μία ομάδα αναρχικών φοιτητών και εργατών (στη συγκέντρωση που έγινε στα Προπύλαια). Τα «όργανα της τάξης» κινήθηκαν εναντίον αυτής της ομάδος με την ίδια βιαιότητα και το ίδιο μίσος πού κινούνταν εναντίον των φοιτητών και των εργατών οι αστυφύλακες και ακόμα χρησιμοποιούσαν εναντίον τους το ίδιο λεξιλόγιο του τεκέ που χρησιμοποιούσαν οι βασανιστές της ΕΣΑ. Τους σκίσανε τα πανώ και τις σημαίες και θα τους χτυπούσαν εάν δεν επενέβαιναν και δεν τους υπεστήριζαν άλλοι φοιτητές και εργάτες.

Εκείνο που δίνει ελπίδες για το άμεσο μέλλον του κινήματός μας είναι ότι οι τραμπούκοι αποδοκιμάστηκαν και στα Προπύλαια και στην πλατεία Κοτζιά. Σ' αυτή την τελευταία παρ' όλο που με όλη τους τη δύναμη γαύγιζαν από το βήμα ότι εκείνοι πού προσπαθούν να παρασύρουν τη μάζα σε πορεία είναι προβοκάτορες, χιλιάδες εργάτες και φοιτητές πήραν μέρος στην πορεία. Και για πρώτη φορά ύστερα από 38 χρόνια είδαμε να κυματίζουν στους δρόμους της Αθήνας οι μαύρες και οι κόκκινες σημαίες της Προ λ ε τ α ρ ι α κ ή ς Επανάστασης. Και για πρώτη φορά ύστερα από 38 χρόνια ακούσαμε στους δρόμους τον αθάνατο ύμνο της διεθνούς».


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-    Η ανάπτυξη του κεφαλαίου στην Ελλάδα Πεζοδρόμιο Νο 7 Διεθνής Βιβλιοθήκη Αθήνα 1977
-    Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950 – Ένα έθνος σε κρίση, τόμος Α’ Θεμέλιο Αθήνα 1984
-    Μερικές άγνωστες πλευρές και λεπτομέρειες του αγώνα, στο περιοδικό «Πρωτοπορία» της Εργατικής Διεθνιστικής Ένωσης 20 Νοέμβρη 1973 (στο διαδίκτυο)
-    Ντοκουμέντο για τα 40 χρόνια από τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα, Κυριακάτικη - 17/07/2005
-    Πολυτεχνείο, περιοδικό «Αντί», τεύχος 112, 19 Νοέμβρη 1978 (επιμέλεια Γιάννη Παπουτσάνη)
-    Φλεβάρης 1973. Η κατάληψη της Νομικής – προάγγελος του Πολυτεχνείου, περιοδικό «Αντί», τεύχος 199, 19 Φλεβάρη 1982
-    Αγγελακόπουλος Ανδρέας, Το επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης, ηλεκτρονική σελίδα Μεταθέσεις
-    Αξιώτη Μέλπω, Άπαντα – Χρονικά, Τόμος Γ’ Κέδρος Αθήνα 1980
-    Βερναδάκης Χριστόφορος, Μαυρής Γιάννης, Ιουλιανά 1965: Ο «Ελληνικός Μάης» (Η πείρα μιας επαναστατικής κατάστασης), Περιοδικό «Θέσεις» (στο διαδίκτυο)
-    Βερναδάκης Χριστόφορος, Μαυρής Γιάννης, Κόμματα και κοινωνικές συμμαχίες στην προδικτατορική Ελλάδα, Εξάντας 1991
-    Βουρνάς Τάσος, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, τόμος 1953-1967, Τολίδης
-    Γαλανόπουλος-Ανέστης Γιάννης, Πολιτικά Κείμενα, Convoy 1993
-    Γιάνναρης Γιώργος, Φοιτητικά κινήματα και ελληνική παιδεία, Το Ποντίκι 1993
-    Γιαννουλέας Νίκος, Η Συμφωνία της Βάρκιζας 12/2/1945. Ενότητα Πειραιάς 1995
-    Γρηγοριάδης Σόλων, Μαύρες σημαίες. Παναγροτικός ξεσηκωμός στο Ηράκλειο, εφημερίδα «Έθνος»
-    Δαφέρμος Ολύμπιος, Φοιτητές και δικτατορία. Το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα 1972-1973, Γαβριηλίδης 1999
-    Εμμανουηλίδης Μάριος, Αιρετικές διαδρομές. Ο ελληνικός τροτσκισμός και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φιλίστωρ 2001
-    Καλαφάτης Θανάσης Τα Ιουλιανά καθοριστικό στοιχείο στη σύγχρονη πολιτική ιστορία
-    Καρύτσας Γιάννης, Ο σφαγιασμός των αρχειομαρξιστών της περιοχής Αγρινίου από τον ελληνικό σταλινισμό, Άρδην 2002
-    Κατσαρός Στέργιος, Εγώ ο τρομοκράτης, ο προβοκάτορας - Η γοητεία της βίας, Μαύρη Λίστα 1999
-    Κουτσουμπός Θόδωρος, Ελλάδα 1941-1945. Πόλεμος των χωρικών και κοινωνική επανάσταση, Αθήνα Λέων 2003
-    Λάδης Φώντας, Ιουλιανά 1965 – 100 μέρες που συγκλόνισαν την Ελλάδα, Καστανιώτης 1985
-    Λάζος Χρήστος, Ελληνικό φοιτητικό κίνημα 1821-1973, Γνώση 1987
-    Λαμπάτος Γαβριήλ, Δεκέμβρης και αριστερή διαφωνία, Αθήνα 1995
-    Λιβιεράτος Δ., Καραμπελιάς Γ, Ιούλης ’65 – Η έκρηξη Κομμούνα 1985
-    Οικονόμου Γιώργος, Η αυτο-οργάνωση και η αυτονομία του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, Η Αυγή της Κυριακής, 16 Νοέμβρη 2003
-    Στίνας Άγις (Πρίφτης Σπύρος), Αναμνήσεις. 60 χρόνια κάτω από τη σημαία της σοσιαλιστικής επανάστασης, Τόμοι Α’ και Β’, Βέργος 1977
-    Στίνας Άγις (Πρίφτης Σπύρος), ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΟΠΛΑ, Διεθνής Βιβλιοθήκη β’ έκδοση 1977
-    Στίνας Άγις (Πρίφτης Σπύρος), Πολύτιμα για τους εργάτες διδάγματα, Πεζοδρόμιο Νο 2, Ιούλιος 1973
-    Στίνας Άγις (Πρίφτης Σπύρος), Ποιοι, πώς και πότε και πότε ανοίγουν το δρόμο στο φασισμό, Πεζοδρόμιο Νο 5, Ιούνιος 1975
-    Συλλογικό, Μελέτες για τον Εμφύλιο Πόλεμο 1945-1949, Ολκός Αθήνα 1992
-    Ψυρούκης Νίκος, Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1940-1964, Τόμοι Α’ και Β’ Επικαιρότητα Αθήνα 1975-1976.