Από τις πρώτες κινήσεις που έκανε ο διορισμένος χουντικός δήμαρχος Ν. Πλυτζανόπουλος (απόστρατος ταγματάρχης), ήταν να παραχαράξει προβοκατόρικα και ξεδιάντροπα την αντιστασιακή πολιτική ιστορία της Κοκκινιάς. Τοποθέτησε μια μαρμάρινη πλάκα στην αιματοβαμμένη **Μάνδρα του Μπλόκου** (Κιλικίας & Θειρών), που έγραφε ότι οι εκτελεσμένοι Εαμίτες, Ελασίτες, αριστεροί, κομμουνιστές ήταν φιλήσυχοι εθνικόφρονες πολίτες και αγωνιστές της εθνικής αντίστασης!, που τους κατέδωσαν στους γερμανούς οι μασκοφόροι προδότες κομμουνιστές!!! Έτσι γίνεται το παράδοξο! Ο άθλιος χουντικός καραβανάς να γίνεται ο διαστρεβλωτής "τιμητής" των θυμάτων του θύτη θείου του Ι. Πλυτζανόπουλου, που ως συνταγματάρχης αρχηγός των Ταγμάτων Ασφαλείας, είχε πρωτοστατήσει στο Μπλόκο της Κοκκινιάς στις 17 Αυγούστου 1944 και έστειλε στο εκτελεστικό απόσπασμα των γερμανών-ναζιστών εκατοντάδες έλληνες.


Όταν αντηχούσαν οι σφυριές της νύχτας…

Εκείνο το καλοκαίρι, ο όψιμος άνεμος της "μεταπολίτευσης" φυσούσε δυνατά και στη προσφυγική εργατική συνοικία της Κοκκινιάς: “Ανταρτομάννα”, “Παρτιζάνα Κοκκινιά” όπως την έλεγαν πιο παλιά, όταν οι κάτοικοί της αντιστάθηκαν γενναία στους γερμανούς φασίστες κατακτητές και στους κάθε λογής γερμανοτσολιάδες, ταγματασφαλίτες και δωσίλογους της κατοχής, με εκατοντάδες νεκρούς, τραυματίες και ομήρους στα στρατόπεδα εργασίας της ναζιστικής Γερμανίας. Η κεντρική πλατεία Ελ. Βενιζέλου (αγ. Νικολάου) μετά την επτάχρονη τρομοκρατία της χούντας είχε αρχίσει πάλι να γεμίζει κάθε μέρα από κόσμο, με τις πολιτικές συζητήσεις να κυριαρχούν στα γύρω καφενεία και μαγαζιά. Ήδη είχαν αρχίσει να απομακρύνωνται από τις πλατείες και τους κεντρικούς δρόμους τα σύμβολα και οι προπαγανδιστικές ταμπέλες της στρατιωτικο-φασιστικής χούντας (μόνο η πλάκα που ήταν στη <Μάνδρα του Μπλόκου> δεν είχε απομακρυνθεί ακόμα!).

Στο καφενείο της πλατείας (της Τασίας) που μαζευόταν η παρέα μου δεν είχε αλλάξει τίποτα. Ξανάρχισα να πηγαίνω εκεί μετά από καιρό που είχα ξεκόξει και δεν πήγαινα. Από τις παρέες μου εκτός από μερικούς αντιχουντικούς και δημοκράτες οι περισσότεροι είχαν παραμείνει καφενειακοί, με τα περιορισμένα ενδιαφέροντα και τις σχετικές συζητήσεις (χαρτοπαιξία, μπιλιάρδο, αυτοκίνητα, γκόμενες κλπ.). Έτσι πήγαινα συχνά στο καφέ-ζαχαροπλαστείο της Τασούλας Καρακουλάκη (Π. Τσαλδάρη, κάτω από την πλατεία), που σύχναζαν μερικοί εργαζόμενοι πολιτικοποιημένοι νέοι άνθρωποι, που τους γνώριζα. Ήταν προσανατολισμένοι στις δικές τους κομματικές παρατάξεις, αλλά τουλάχιστον εκεί υπήρχε ένα πολιτικό κλίμα, με κουβέντες, φωνές, αντεγκλήσεις κλπ. όταν τους μίλαγα για τον ρόλο που παίζουν τα κόμματα, για την αντιεξουσία και την απελευθερωτική Αναρχία…

Το θέμα που κυριαρχούσε στις συζητήσεις ήταν η χουντική πλάκα στη <Μάνδρα> που παρέμενε ακόμα στη θέση της και πως θα αντιδράσουν απέναντι σ' αυτό. Τις προηγούμενες μέρες είχαν πάει μερικοί στο Δημαρχείο και είχαν ζητήσει επιτακτικά από τον προσωρινό δημαρχεύοντα Κ. Κοντόζογλου, πρώην αντιδήμαρχος επί δημαρχίας Καρακουλουξή (στέλεχος του ΚΚΕ εσωτ.), να φύγει αμέσως η πλάκα από την Μάνδρα. Εκείνος τους είπε ότι περιμένει από τη Νομαρχία Πειραιά την άδεια!, ότι θα γίνει η αποκαθήλωση της πλάκας, με ομιλία για τα ψευδεπίγραφα και τα πραγματικά γεγονότα κλπ. κλπ. (ήθελαν βέβαια να εκμεταλλευτούν και πολιτικά το γεγονός).

Οι μέρες περνούσαν και η χουντική πλάκα εξακολουθούσε να μένει στη θέση της και να προκαλεί! Παρ' όλο που είχε γίνει η πτώση της χούντας πριν είκοσι μέρες, ο φόβος υπήρχε ακόμα έντονος στο κόσμο. Ήταν ντροπή και όνειδος όμως για τη Κοκκινιά που υπήρχε ακόμα εκεί αυτή η μισητή πλάκα! Έτσι, εκείνο το βράδυ της Παρασκευής προς Σάββατο 17 Αυγούστου, μια μικρή αποφασισμένη παρέα νέων ανθρώπων, αποφάσισε να κάνει αυτό που δεν έκαναν μέχρι τότε οι φοβισμένοι κομματικοί-πολιτικάντηδες που ήταν στο Δήμο. Ο αρχικός σκοπός τους ήταν να ξεκολλήσουν την πλάκα να την μεταφέρουν σ' άλλο απόμερο σημείο και εκεί να την καταστρέψουν. Προηγουμένως είχαν περάσει από το διπλανό καφενείο του Θεοδωρίδη (Κύπρου & Θειρών) για να κόψουν κίνηση επειδή εκεί σύχναζε ένα γνωστός χαφιές της ασφάλειας.

Μετά τα μεσάνυχτα της 17 Αυγούστου, πλησίασαν με προφυλάξεις στη γωνία της Μάνδρας. Οι δύο έπιασαν θέσεις στους παράλληλους δρόμους στη Θειρών και στην Ηλιουπόλεως και φύλαγαν τσίλιες. Ο Μάκης είχε μαζί του μερικά "κλειδιά" για να ξεβιδώσει τις τέσσερις βίδες που ήταν στις γωνίες της πλάκας. Προσπάθησε να τις ξεβιδώσει αλλά δεν γύριζαν καθόλου οι "βόλτες". Η πλάκα ήταν στερεωμένη στη πέτρινη Μάνδρα με τέσσερις σιδερένιες τσιμεντωμένες βέργες, που οι άκρες τους στην εξωτερική επιφάνεια της πλάκας κατέληγαν σε μικρά διακοσμητικά κεφάλια βίδας. Ο Μάκης νευρίασε, φεύγει και πάει στο αυτοκίνητό του που το είχε αφήσει στην Ηλιουπόλεως, ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ που είχε μέσα διάφορα εργαλεία, βγάζει μια βαριοπούλα επιστρέφει στο σημείο και αρχίζει να κτυπάει τη πλάκα με μανία μέχρι αυτή να γίνει κομμάτια! Ένα θριαμβικό χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό του, που ήταν η δικαίωση της ιστορίας απέναντι στην φασιστική-χουντική τυμβωρυχία και παραχάραξη της αντιστασιακής ιστορίας της Κοκκινιάς. Ήδη όμως τα κτυπήματα με το σφυρί στη πλάκα που αντηχούσαν στην ησυχία της νύχτας, αναστάτωναν την γύρω γειτονιά και έκανε να ανοίγουν ανήσυχα πόρτες και παράθυρα. Έφυγαν αμέσως γρήγορα και χάθηκαν στο σκοτάδι της νύχτας…

Για την "άγνωστη" αυτή ιστορία, στην παρέα ήταν ο Μάκης Παπαδόπουλος, ο ** Γιώργος Μπενέτος** και ένας ακόμα χωρίς άλλα στοιχεία.

Σημείωση: Συμφωνώ και προσυπογράφω (χωρίς να ταυτίζομαι πολιτικά μαζί του), με την δήλωση αποχώρησης από την ομάδα του Πάρι Λιάτσου, για την άγρια "σκύλευση" και πολιτικάντικη εκμετάλλευση που συνεχίζεται μέχρι τώρα, στο τραγικό γεγονός με τον Στέφανο της Π. Κοκκινιάς.

*Από τον σύντροφο Κυριάκο Βασιλειάδη. Διατηρείται το κείμενο ως έχει.