Ο Cafiero γεννήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου του 1846 από οικογένεια εύπορη και φιλελεύθερη. Μεγαλώνει στην μικρή πόλη Molfetta, όπου από την εφηβεία του παρακολουθεί σεμινάρια νομικής και σε ηλικία μόλις 20 χρονών ολοκληρώνει τις νομικές σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Νάπολης.

Αμέσως μετά, το 1867, μετακομίζει στην τότε πρωτεύουσα της Ιταλίας Firenze, όπου εδρεύει ένα κέντρο σπουδών ανατολικής κουλτούρας, στο οποίο συμμετέχει καλλιεργώντας τα ενδιαφέροντά του για τους πολιτισμούς της ανατολής και αρθρογραφεί στο περιοδικό «Rivista Orientale» (Ανατολική Θεώρηση), ξεκινώντας τα πρώτα βήματα στην διπλωματική καριέρα.
Στη Firenze, που ακολουθεί τους δημοκρατικούς και ρεπουμπλικανικούς κύκλους, θα παραμείνει μέχρι το 1869, όταν αηδιασμένος από αυτούς αποφασίζει να ταξιδέψει στο εξωτερικό.

Η πρώτη του στάση είναι το Παρίσι, όπου που θα παραμείνει μέχρι τις παραμονές της έναρξης του γαλλο-πρωσικού πολέμου (λίγους μήνες αργότερα) και μετακομίζει στο Λονδίνο. Εκεί θα γίνει και η «στροφή» που θα σημαδέψει την ζωή του. Στο Λονδίνο θα μεταμορφωθεί σε έναν άλλο άνθρωπο, ο οποίος στα εικοσιπέντε του χρόνια θα γυρίσει τις πλάτες του στον αριστοκρατικό κόσμο, και θα αρνηθεί τις διασκεδάσεις και τα θέλγητρα, την καριέρα, τα πλούτη, την οικογένεια και θα αφιερωθεί στην κοινωνική επανάσταση.

Η επιλογή ζωής του σταθεροποιείται καθώς παρατηρεί την γενικευμένη εξαθλίωση των κατοίκων της αγγλικής μητρόπολης. Συμμετέχει στους κύκλους της Associazione Internazionale dei Lavoratori (Διεθνής Ένωση των Εργατών) και ακολουθεί τα γεγονότα της παρισινής Κομούνας. Όπως και για πολλούς άλλους ιταλούς νεαρούς, η παρισινή Κομούνα, ήταν το καθοριστικό κίνητρο για να προσκολληθούν στην Διεθνή. Ο Cafiero έρχεται σε επαφή με τους Μάρξ και Ένγκελς και γίνεται δεκτός στην Διεθνή, ενώ τον στέλνουν στην Ιταλία για να οργανώσει το σοσιαλιστικό κίνημα.

Τον Μάιο του 1871, γυρίζει στην Ιταλία, όπου μετά από μια σύντομη παραμονή στην Firenze, εγκαθίσταται στην Νάπολη, η οποία υπήρξε η γενέτειρα του ιταλικού σοσιαλισμού. Εκεί έζησε για πολύ καιρό ο Μπακούνιν, όπου φτιάχτηκε το πρώτο ιταλικό τμήμα της Διεθνούς που αριθμούσε μέχρι και 3000 μέλη. Σ’ αυτή την πόλη συνέβησαν σημαντικά κοινωνικά γεγονότα, ενώ ανέπτυσσε δράση μια ομάδα μαχητικών διεθνιστών (Fanelli, Gambuzzi, Tucci, Palladino κτλ).

Ο Cafiero θα βρεί, όμως, το τμήμα της Διεθνούς σε ολοκληρωτική διάλυση με μερικές εκατοντάδες μέλη, γεγονός που του βάζει σαν προτεραιότητα να ξανακάνει αποτελεσματική την οργάνωση. Θα τα καταφέρει χάρη στην βοήθεια ορισμένων καινούριων μαχητών, μεταξύ των οποίων ήταν ο Errico Malatesta, ο οποίος θα γίνει ένας από τους καλύτερους φίλους του.
Η δράση του Cafiero θα τραβήξει την προσοχή της κυβέρνησης της Ρώμης, η οποία για πρώτη φορά θα εφαρμόσει κατασταλτικά μέτρα ενάντια στην Διεθνή. Τον Αύγουστο του 1871 συλλαμβάνεται, αλλά δεκαπέντε ημέρες αργότερα απελευθερώνεται, έχοντας απαλλαγεί από τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν. Οι κατασταλτικές υπερβολές δεν πέρασαν απαρατήρητες από τον τύπο και ο Cafiero επωφελείται για να προπαγανδίσει περαιτέρω τις θέσεις της Διεθνούς.

Ωστόσο, θα συμβάλει ώστε να βαθύνει το ρήγμα με την μαρξιστική ηγεσία της Διεθνούς και θα μεταμορφωθεί από εντολοδόχος του Γενικού Συμβουλίου (Consiglio Generale) του Λονδίνου, σε έναν από τους μεγαλύτερους ανταγωνιστές του. Αυτό που τον ωθεί στο πλευρό του αντιεξουσιαστικού ρεύματος της Διεθνούς είναι τα αποτελέσματα της κλειστής συνόδου των μαρξιστών στο Λονδίνο και η μεγάλη επίδραση που του άσκησε το περιβάλλον του ναπολιτάνικου διεθνισμού.

Το 1871 διακόπτει την οποιαδήποτε σχέση του με τον Ένγκελς (ο οποίος ήταν ο «γραμματέας για την Ιταλία του Γενικού Συμβουλίου) και τάσσεται εξ ολοκλήρου με το μέρος του Μπακούνιν (τον οποίο συναντά για πρώτη φορά στην Ελβετική πόλη Λοκάρνο τον Μάιο του 1871).
Ακολουθώντας την σφοδρή του επιθυμία για μια αναρχική κοινωνία ο Cafiero δραστηριοποιείται έντονα στην κατεύθυνση δημιουργίας της ιταλικής Ομοσπονδίας της Πρώτης Διεθνούς (Federazione italiana della Prima Internazionale) και στις 4-6 Αυγούστου του 1872 στην πόλη Ρίμινι θα πραγματοποιηθεί, με δική του πρωτοβουλία, πανιταλικό συνέδριο της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών (Associazione Internazionale dei Lavoratori). Αυτό το συνέδριο είναι σημαντικό όχι μόνο γιατί επικυρώνει τον αναρχικό προσανατολισμό των ιταλών διεθνιστών και επομένως την οριστική τους ρήξη με τους μαρξιστές, αλλά επίσης γιατί στο Ρίμινι γεννιέται η πρώτη πολιτική οργάνωση του ιταλικού προλεταριάτου.

Το Σεπτέμβριο του 1872 ο Cafiero συμμετέχει, με την ιδιότητα του παρατηρητή, στη Σύνοδο της Χάγης της Διεθνούς (Congresso dell’ Aia dell’ Internazionale) η οποία κατέληξε στην οριστική ρήξη μεταξύ των μαρξιστών και των αναρχικών και στο τέλος της μαρξιστικής Διεθνούς, της οποίας το γενικό συμβούλιο μετακόμισε στην Νέα Υόρκη.

Στις 15 Σεπτεμβρίου ξεκινά η ιστορική συνάντηση του Saint Imier, η οποία αποφασίστηκε στη διάρκεια τού συνεδρίου στο Ρίμινι. Οι τέσσερις αποφάσεις που επικρότησε η συνάντηση στο Saint Imier, αντιπροσωπεύουν τις αρχές του σύγχρονου αναρχισμού. Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της συνάντησης αναφορικά με την κοινωνική επανάσταση, ο Cafiero καταλήγει: «...εμείς υπερασπίζουμε ακέραια την απόφαση της συνάντησης στη πόλη Ρίμινι και υποστηρίζουμε ένθερμα την ανεξαρτησία και την αυτονομία των τμημάτων και των ομοσπονδιών... υπερασπίζουμε την Αναρχική Διεθνή».

Επιστρέφοντας στην Ιταλία, συμμετέχει στην οργάνωση του δεύτερου Ιταλικού Συνεδρίου της Ομοσπονδίας της Διεθνούς (Federazione italiana dell’ Internazionale) που, –παρ’ όλη την αστυνομική καταστολή που είχε ως αποτέλεσμα την σύλληψή του μαζί με πολλούς ακόμη συνέδρους–, πραγματοποιείται τελικά στην Μπολόνια τον Μάρτιο του 1873. Οι διακηρύξεις του συνεδρίου της Μπολόνια, υπογραμμίζουν ακόμα περισσότερο τον αναρχικό προσανατολισμό της ιταλικής Ομοσπονδίας, η οποία αρνείται «το πρόγραμμα του εξουσιαστικού κομμουνισμού».

Τους επόμενους μήνες ο Cafiero είναι απασχολημένος με το σχέδιο να φτιάξει στην Ελβετία μία βάση που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ορμητήριο αντίστασης για τον Μπακούνιν και τους αναρχικούς επαναστάτες. Ο χώρος που επιλέγεται είναι μια παλιά και υπό κατάρρευση βίλα, χρόνια εγκαταλελειμμένη, στα περίχωρα του Λοκάρνο, την «La Baronata» (έτσι βάφτισαν τη βίλλα, και σημαίνει: δολιότητα), που ο Cafiero την αποκτά με δικά του έξοδα. Λίγους μήνες αργότερα η όλη επιχείρηση αποτυγχάνει και ο Cafiero καταστρέφεται οικονομικά. Η αποτυχία του σχεδίου «La Baronata» προκαλεί μεγάλη διαφωνία ανάμεσά τους.

Μεταξύ του 1873 και του 1874 το παράδειγμα της καντοναλιστικής (cantonalista) επανάστασης που ξεσπά στην Ισπανία, οι ισχυρές κοινωνικές εντάσεις που προκαλούν αρκετές εξεγέρσεις σε διάφορες περιοχές της Ιταλίας και οι κυβερνητικές διώξεις αναγκάζουν τους διεθνιστές να οργανώσουν μια εξεγερτική πρωτοβουλία με σύντομο τέλος.

Οργανώνεται έτσι η Επιτροπή για την Κοινωνική Επανάσταση (Comitato Italiano per la Rivoluzione Sociale, η οποία είναι δεν είναι τίποτα άλλο από μια ιταλική προέλευση της μυστικής ομάδας που έφτιαξε ο Μπακούνιν το 1872 στην οποία συμμετείχε ο Cafiero) η οποία ανάθεσε στους Cafiero, Malatesta και Costa την οργάνωση των επαναστατικών ξεσηκωμών. Στην πραγματικότητα είναι ο Costa που συντονίζει όλη την συνωμοτική δράση, ενώ η συμβολή του Cafiero είναι σ’ αυτή την περίπτωση μόνο οικονομική: την κρίσιμη περίοδο όπου παίρνονται οι σημαντικές αποφάσεις και γίνονται οι προετοιμασίες, αυτός είναι στο Πιετροβούργο (Pietroburgo, όπου παντρεύεται μία ρωσίδα επαναστάτρια, την Ολυμπία Κουτούσοφ).

Είναι σημαντικό, επίσης, το γεγονός πως τις παραμονές της εξέγερσης η διαφωνία με τον Μπακούνιν θα πάρει τέλος. Τον Αύγουστο του 1874, μετά την αποτυχία της εξέγερσης, (ο Costa συνελήφθη πριν το ξέσπασμα και η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα στην Μπολόνια, στην επαρχία της Πούλιας, στη Firenze, στην Ανκόνα, στο Λιβόρνο και στην Μάσσα), ο Cafiero κυκλοφορεί την τρίτη διακήρυξη της Ιταλικής Επιτροπής για την Κοινωνική Επανάσταση. Στη δίκη που ακολουθεί και οι τρεις κατηγορούμενοι (Cafiero, Malatesta και Costa) απαλλάσσονται, αν και ο Cafiero βρίσκεται στην Ελβετία.

Μέχρι τον Οκτώβριο του 1875 θα παραμείνει στην Ελβετία, οπότε αποφασίζει να επιστρέψει στην Ιταλία, όπου η Διεθνής έχει κηρυχτεί εκτός νόμου και τα μέλη και οι υποστηρικτές της ζουν στην παρανομία. Ύστερα από μια σύντομη διαμονή στο Μιλάνο, τον Ιανουάριο του 1876 θα επισκεφτεί τη Φλωρεντία, Μπολόνια και τη Ρώμη και θα έρθει σε επαφή με τους παράνομους διεθνιστές.
Στη Ρώμη γίνεται μια σημαντική συνάντηση κατά τη διάρκεια της οποίας οι διεθνιστές αποφασίζουν να δράσουν νόμιμα, μετά από ενάμιση χρόνο παρανομίας. Επωφελούμενοι από την ανοχή της νέας «αριστερής» κυβέρνησης, πραγματοποιούν μεταξύ του Ιουλίου και του Αυγούστου 1876 μια σειρά περιφερειακών συναντήσεων για να προετοιμάσουν την πανιταλική συνάντηση στην Φλωρεντία για τις 24 Σεπτεμβρίου.

Η κρατική, όμως, ανοχή κρατά λίγο και στις παραμονές του συνεδρίου η αστυνομία καταλαμβάνει στρατιωτικά την ευρύτερη περιοχή γύρω από τον χώρο του συνεδρίου, συλλαμβάνοντας ένα μεγάλο αριθμό μελών. Μέσα σε λίγες ώρες όσοι από τους Διεθνιστές διαφεύγουν τη σύλληψη, αποφασίζουν να πραγματοποιήσουν παράνομα το συνέδριό τους σε ένα μικρό πανδοχείο στην Βαλλομπρόζα (ένα χωριό στα περίχωρα της Φλωρεντίας).

Ο Cafiero που έχει διαφύγει τη σύλληψη, είναι ένας από τους πρωταγωνιστές της συνάντησης, στην έναρξη της οποίας αναφέρεται στην προσωπικότητα του Μπακούνιν (ο οποίος είχε πεθάνει τον Ιούλιο του 1876).

Με την προγραμματική του εισήγηση ασκεί μία αξιοσημείωτη επιρροή στους διεθνιστές οι οποίοι εγκαταλείπουν το όραμα του κολεκτιβισμού και προσχωρούν στον «αναρχικό κομμουνισμό». Αν και στις αποφάσεις δεν υπάρχουν αναφορές σ’ αυτή τη άποψη, θεωρείται βέβαιο πως σ’ αυτή τη συνάντηση για πρώτη φορά στην Ευρώπη εμφανίζεται αυτή η ιδέα (του αναρχοκομμουνισμού) με πρώτο θεωρητικό και κήρυκα τον Cafiero.

Τον Οκτώβριο ο Cafiero και ο Μαλατέστα συμμετέχουν με την ιδιότητα των αντιπροσώπων της ιταλικής Ομοσπονδίας (Federazione Italiana) στο όγδοο γενικό συνέδριο της Διεθνούς που πραγματοποιείται στην Βέρνη. Μαζί με τον Μαλατέστα συλλαμβάνουν την ιδέα ενός καινούργιου εξεγερσιακού ξεσηκωμού, που θα μείνει στην ιστορία ως «Banda del Matese» (η συμμορία του Ματέζε).

Η πρακτική της προπαγάνδας μέσα από τη δράση θα υλοποιηθεί σε μια περιοχή βορειοανατολικά της Ρώμης, στην επαρχία του Μπενεβέντο. Σύμφωνα με τον Cessarelli, μια μικρή ένοπλη ομάδα έχει τη δυνατότητα «να μετακινείται στις επαρχίες, όσο μπορεί, διακηρύχνοντας τον κοινωνικό πόλεμο, παροτρύνοντας το λαό σε πράξεις κοινωνικής ληστείας, καταλαμβάνοντας μικρές κοινότητες και φεύγοντας, αφού πραγματοποιήσει όσες επαναστατικές πράξεις μπορεί, να πηγαίνει σ’ εκείνες τις περιοχές που η παρουσία μας θα εκδηλωθεί με τον πιο χρήσιμο τρόπο».

Στην προετοιμασία της επιχείρησης θα έχουν βοήθεια από ένα ρώσο επαναστάτη τον Σεργκέι Κραβσίνσκι, που ύστερα από ένα χρόνο θα σκοτώσει μ’ ένα μαχαίρι στους δρόμους της Πετρούπολης τον αρχηγό της μυστικής αστυνομίας και που αργότερα θα γίνει γνωστός στους κύκλους των επαναστατών στο Λονδίνο με το όνομα Στεπνιάκ.

Ο Στεπνιάκ, που είχε πάρει μέρος στην εξέγερση ενάντια στους Τούρκους στη Βοσνία τον προηγούμενο χρόνο και με βάση τις εμπειρίες του έγραψε ένα εγχειρίδιο ανταρτοπόλεμου, αυτή την εποχή έτυχε να βρίσκεται στη Νάπολη. Στη συνέχεια, ο Μαλατέστα, ο Στεπνιάκ και μια Ρωσίδα νοικιάζουν ένα σπίτι στο χωριό Σαν Λούπο με την πρόφαση ότι η Ρωσίδα κυρία χρειάζεται το κλίμα του βουνού για την υγεία της. Εκεί αποθηκεύουν αρκετά κιβώτια με όπλα και πυρομαχικά που τα παρουσιάζουν σαν αποσκευές της κυρίας.

Δυστυχώς, όμως, εκείνη την εποχή ένας από τους συνεργάτες του Μαλατέστα έχει προδώσει τα σχέδια στην αστυνομία και το Σαν Λούπο βρίσκεται κάτω από παρακολούθηση καθώς άρχισαν να συγκεντρώνονται εκεί τα μέλη της αναρχικής ομάδας. Αρκετοί απ’ αυτούς, μαζί κι ο Στεπνιάκ, συλλαμβάνονται στο δρόμο ενώ μέσα στο χωριό ανταλλάσσονται πυροβολισμοί ανάμεσα στους αναρχικούς και την αστυνομία, κι ένας μπάτσος πεθαίνει αργότερα από τα τραύματα του.

Οι Cafiero, Malatesta και Cessarelli μαζί με 25 ακόμα συντρόφους τους αποφασίζουν ν’ ανέβουν στα βουνά και να προσπαθήσουν να προκαλέσουν εξέγερση στα απομακρυσμένα χωριά.

Η ομάδα φτάνει μια Κυριακή πρωί στο χωριό Λεντίνο, διακηρύσσει την καθαίρεση του βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ και καίει τα αρχεία που περιέχουν συμβόλαια ιδιοκτησίας, καταγραφές χρεών και φόρων. Η επανάσταση στο Λεντίνο χαιρετίζεται με ενθουσιασμό από τους χωρικούς, και οι αντάρτες βοηθιούνται ακόμα κι από τον παπά του χωριού. Ύστερα η ομάδα ξεκινά για το επόμενο χωριό, αφήνοντας στον τοπικό πανδοχέα ένα κομμάτι χαρτί που έγραφε: «Στο όνομα της Κοινωνικής Επανάστασης, ο Δήμαρχος του Λεντίνο διατάζεται να πληρώσει εικοσιοκτώ λίρες στον Φερντινάντο Όρσο για τρόφιμα που έδωσε στην ομάδα που μπήκε στο Λεντίνο στις 8 Απριλίου 1877».

Στο επόμενο χωριό, το Γκάλλο, έγιναν περίπου τα ίδια, αλλά αυτή τη φορά οι χωρικοί δείχνουν λιγότερο ενθουσιασμό, μιας και έχει μαθευτεί πως τα κυβερνητικά στρατεύματα έχουν ξεκινήσει για να κυκλώσουν τους επαναστάτες. Για δύο μέρες ο Μαλατέστα και οι φίλοι του τριγυρνούν στα βουνά ψάχνοντας μάταια για τρόφιμα και καταφύγιο. Τελικά, πεινασμένοι και τουρτουρίζοντας από το κρύο, περικυκλώνονται από το στρατό και οδηγούνται στη φυλακή, όπου κρατούνται για δεκαέξι μήνες χωρίς δίκη. Κατηγορούνται για το θάνατο του αστυνομικού, αλλά στη δίκη που γίνεται τον Αύγουστο του 1878, απαλλάσσονται.

Μόλις αποφυλακίζεται ο Cafiero, εγκαταλείπει αμέσως την Ιταλία, για να αποφύγει το νέο κύμα καταστολής που εξαπέλυσε το κράτος ενάντια στην Διεθνή. Τον Ιούνιο του 1879 δημοσιεύεται το βιβλίο με τίτλο: «Το Κεφάλαιο του Καρλ Μαρξ, συνοπτικά από τον Carlo Cafiero», το οποίο αποτελεί την πρώτη μετάφραση στην ιταλική γλώσσα του έργου του Μαρξ.

Το 1880 ο Cafiero με τον Μαλατέστα θα απελαθούν από την Γαλλία, και θα μεταβούν στο Λουγκάνο, το οποίο θα μεταβληθεί σε καταφύγιο των ιταλών αναρχικών. Τους προσεχείς μήνες θα ξεσπάσει ανοικτά, η κόντρα με τον Andrea Costa, ο οποίος τον Ιούλιο του 1879 είχε συντάξει από το Λουγκάνο το περίφημο «γράμμα στους φίλους της Ρομάνιας (ιταλική επαρχία)» («lettera agli amici di Romagna») που ουσιαστικά είναι ένα πραγματικό μανιφέστο υπέρ του κοινοβουλευτισμού.

Η κόντρα θα επισημοποιηθεί το καλοκαίρι του 1881, όταν ο Cafiero στο «η φωνή του λαού» (il grido del popolo) στη Νάπολη χαρακτηρίζει τον Costa «έναν αποστάτη, έναν απαρνητή της επαναστατικής πίστης του λαού... έναν υποκριτή που θέλει να κάνει χρήση της φήμης του, για να ιδρύσει στην Ιταλία ένα κόμμα νόμιμου σοσιαλισμού».

Το βαρυσήμαντο γράμμα, που είναι γραμμένο με τον ειλικρινή και ορμητικό τρόπο του Cafiero, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του επαναστατικού ρεύματος, θέλει να σπάσει τις αναστολές και να προκαλέσει μια συνειδητή επιλογή αγώνα μεταξύ των ιταλών σοσιαλιστών. Τον Σεπτέμβριο του 1881, ο Costa απαντάει προσωπικά με ένα γράμμα «Στους φίλους μου και στους αντιπάλους μου», όπου αυτοαμύνεται και βεβαιώνει ότι δεν θέλει την απόλυτη είσοδο των σοσιαλιστών στο κοινοβούλιο, αλλά μόνο την συμμετοχή τους στις διοικητικές εκλογές με υποψηφιότητες διαμαρτυρίας για τις αστικές πολιτικές. Οι μεταγενέστερες επιλογές θα αποδείξουν πόσο υποκριτική ήταν αυτή η βεβαίωση του Costa.

Ο Cafiero ξεκίνησε μια εργασία όπου επιχειρεί να εμβαθύνει θεωρητικά δημοσιεύοντας φυλλάδια με τίτλο η «Κοινωνική Επανάσταση» (La Revoluzione Sociale). Η εργασία του θα παραμείνει ανολοκλήρωτη εξ αιτίας των πρώτων συμπτωμάτων της αρρώστιας που έχει αρχίσει να εκδηλώνεται. Το έργο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, από τα οποία το τελευταίο δεν γράφεται ποτέ. Το πρώτο είναι αξιόλογο και περιέχει μια θεωρητική τοποθέτηση για τις αναρχικές θεωρήσεις στην Ιταλία και στην ουσία πρόκειται για την δημοσιοποίηση των συζητήσεων στο εσωτερικό της ιταλικής Ομοσπονδίας για το διάστημα τουλάχιστον των δέκα τελευταίων χρόνων και είναι μια σημαντική μαρτυρία εκ μέρους του λίγο πριν την ανεπανόρθωτη ψυχοφυσική του κατάρρευση.

Στο δεύτερο μέρος, το πιο σημαντικό, ο Cafiero, περιγράφει το αναρχικό πρόγραμμα: «αναρχία σημαίνει έλλειψη προκαθορισμένης κυβέρνησης, οι αναρχικοί θέλουνε την καταστροφή του κράτους», «την μεγάλη πολιτική μηχανή που καταπιέζει τον άνθρωπο», «που θα είναι δυνατόν να αντικατασταθεί από την αναρχία, δηλαδή την ικανότητα του ατόμου να συνεργάζεται σύμφωνα με τις δικές του αντιθέσεις, προδιαθέσεις και συμπάθειες».

Ιδιαίτερα αποτελεσματική είναι η κριτική στο «λαϊκό Κράτος» των Μαρξιστών: «Το κράτος είναι από την φύση του ένας νοσηρός θεσμός που αλλάζοντάς του μόνο το όνομα δεν καλυτερεύει, αφού η εξουσία κάτω από οποιαδήποτε μορφή και αν παρουσιάζεται, θα αποσκοπεί πάντα στην καταστροφή του ανθρώπινου γένους, γιατί αυτή χρειάζεται τους νόμους και οι νόμοι χρειάζονται τους μπάτσους, που αυτοαποκαλούνται φύλακες της ασφάλειας, φύλακες της ειρήνης ή φύλακες της ελευθερίας». Σε αυτό το μέρος του δοκιμίου ο Cafiero προβλέπει με ακρίβεια όλους τους μελλοντικούς εκφυλισμούς του «επαναστατικού» κράτους των εξουσιαστών κομμουνιστών.
Τα πρώτα σημάδια της αρρώστιας εμφανίζονται τον Ιούνιο του 1881, «δεν γνωρίζω τι μου συμβαίνει –λέει σε ένα φίλο μετά την πρώτη κρίση– δεν μπορώ να συνεχίσω αυτή τη ζωή και νοιώθω την ανάγκη να φύγω μακριά... η κοινωνία των ανθρώπων δεν είναι πια φτιαγμένη για μένα». Τον Σεπτέμβριο αφήνει το Λουγκάνο και πάει στο Λονδίνο, όπου ζει απομονωμένος. Η αρρώστια τον κυριεύει για άλλη μια φορά: δεν θέλει να δέχεται επισκέψεις και πάσχει από μανία καταδιώξεως. Μια μέρα προτείνει στον φίλο του Μαλατέστα, που είναι κι εκείνος αυτοεξόριστος στο Λονδίνο, να γυρίσει στην Ιταλία και να συμμετάσχει στις πολιτικές εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για το επόμενο φθινόπωρο!!!

Τον επόμενο Μάρτιο αποφασίζει να γυρίσει στην Ιταλία, για να αποφύγει επίσης το ανθυγιεινό κλίμα του Λονδίνου. Στο Μιλάνο, μετά από μία σειρά συναντήσεων που έχει με τους βασικούς εκπρόσωπους του νομιμόφρονος σοσιαλισμού, φαίνεται πως εξωθείται στο δρόμο του ρεφορμισμού. Έτσι θέτει στη διάθεσή τους το έργο και το όνομά του. Η μεταστροφή προς τις εκλογικές διαδικασίες καθορίζεται από την αστάθεια που του δημιουργεί η προχωρημένη νοητική του αρρώστια.

Λίγες ημέρες μετά την άφιξή του στο Μιλάνο συλλαμβάνεται. Οι αστυνομικές αρχές κάνουν προσπάθειες να βρουν έναν αρχηγό με τα χαρακτηριστικά που συγκεντρώνει ο γνωστός διεθνιστής επαναστάτης και αναρχικός για να διευρύνουν την καταστολή τους. Ο Cafiero είναι κυριολεκτικά απροστάτευτος απέναντι στους βασανιστές του. Στις 2 Μαΐου, κατά την διάρκεια της ανάκρισης παθαίνει μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις. Ο επίτροπος του βασιλιά βεβαιώνει ότι βρίσκεται εκτός εαυτού.

Ο δημοκρατικός και ο σοσιαλιστικός Τύπος κατηγορούν τις αρχές ότι εξ αιτίας της βασανιστικής και της απάνθρωπης συμπεριφοράς τους τρέλαναν τον Cafiero. Η κυβέρνηση αποφασίζει να κλείσει γρήγορα την υπόθεση διατάζοντας την άμεση απέλασή του από την χώρα. Τον συνοδεύουν στα σύνορα με την Ελβετία και τον εγκαταλείπουν εκεί. Όντας σε απόγνωση σκέφτεται να αυτοκτονήσει, αλλά στο Λοκάρνο συναντά έναν φίλο, τον Εμίλιο Μπελλέριο, ο οποίος τον φιλοξενεί στο σπίτι του.

Ανακτώντας κάπως τις δυνάμεις του, υποστηρίζει τους σοσιαλιστές υποψήφιους στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1882 και το όνομά του υπάρχει μεταξύ των υποψηφίων στους καταλόγους του Τορίνου, της Φλωρεντίας και του Κοράτου.

Στις 6 Φεβρουαρίου 1883, αφήνει το σπίτι του στο Λοκάρνο και πάει στην Φλωρεντία. Μια ημέρα αποφασίζει να πάει στην εξοχή, όπου τον μεταφέρει ένας χωρικός με το κάρο του. Ξαφνικά ζητά από τον οδηγό να σταματήσει μπροστά από έναν αγρό, βγάζει τα ρούχα του και καταφεύγει σε ένα κοντινό λατομείο, όπου θα τον βρουν λίγες ώρες αργότερα κάποιοι χωρικοί. Μετά απ’ αυτό, νοσηλεύεται στο φρενοκομείο του Σαν Μπονιφάζιο, στην Φλωρεντία, και λίγο καιρό αργότερα ύστερα από τις πιέσεις της συζύγου του Ολυμπίας, μεταφέρεται στο φρενοκομείο του Νοτσέρα Ινφεριόρε (Nocera Inferiore) όπου και παραμένει για εννιά χρόνια μέχρι τον θάνατό του, στις 17 Ιουλίου 1892).
Την στιγμή της τρέλας, το Φεβρουάριο του 1883, η εφημερίδα «La Revolte» (Η Εξέγερση) της Γενεύης προβλέποντας την απώλεια του αφοσιωμένου μαχητή, καλεί τους νέους να πάρουν την θέση του με μεγάλο ζήλο, κουράγιο και επιμονή, αλλά κυρίως να επιζητούν την ικανότητα, την αναλλοίωτη ευγένεια και την γλυκύτητα της καρδιάς του, που έκανε τους φίλους να τον τιμούν και τους αντιπάλους του να τον σέβονται.

*Αναδημοσίευση από τη ”Διαδρομή Ελευθερίας” φ. 22, Φλεβάρης 2004
https://anarchypress.wordpress.com/