Πολύ πριν από τους λεγόμενους «κλασικούς» του αναρχισμού, Έλληνες φιλόσοφοι είχαν διακηρύξει τις βασικές αρχές μιας αναρχικής κοινωνίας και είχαν προτείνει έναν τρόπο ζωής εναρμονισμένο όχι με τους νόμους του κράτους, αλλά με το φυσικό δίκαιο που κάθε άνθρωπος κατέχει. Απορίας άξιο το πώς γεννήθηκαν τέτοιες αντιλήψεις σ’ ένα λαό που είχε συγκροτήσει δεκάδες τέλεια οργανωμένα κράτη (τις πόλεις-κράτη) και που είχε τάξει τη ζωή του στην υπηρεσία του Νόμου, του υπέρτατου για τους Έλληνες άρχοντα. Όμως, το ανήσυχο ελληνικό πνεύμα, η πολυφωνία, η ελευθερία σκέψης και λόγου, που σφράγισαν τον αρχαίο πολιτισμό μας, δίνουν εύλογες εξηγήσεις για το «παράδοξο» αυτό.

Σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί και η αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων για το νόημα του Νόμου. Ο Νόμος, λοιπόν, για τον αρχαίο Έλληνα, είναι δισυπόστατος: είναι το σύνολο των γραπτών νόμων που εξασφαλίζουν την ευρυθμία και την ευημερία της πόλης και των πολιτών, αλλά και το άγραφο δίκαιο που είναι έμφυτο και επιβάλλεται όχι από τον φόβο κυρώσεων, αλλά από το αίσθημα της αιδούς, που, όπως διαβάζουμε στον «Πρωταγόρα» του Πλάτωνα, μοίρασε ο Ερμής σε όλους τους ανθρώπους. Η σχέση ανάμεσα στο γραπτό και άγραφο δίκαιο και η υπεροχή του ενός έναντι του άλλου απασχόλησαν στην αρχαιότητα πολλούς ανθρώπους του πνεύματος και αποτέλεσαν την αφετηρία για τους αναρχικούς φιλοσόφους.

Ο αναρχισμός απορρίπτει τους νόμους που έχουν θεσπιστεί από ανθρώπους, καταδικάζει την ατομική ιδιοκτησία και την ύπαρξη εξουσίας και θεωρεί και τις δύο γενεσιουργές αιτίες του εγκλήματος. Αντίθετα, η ανυπαρξία νόμων, ιδιοκτησίας και εξουσίας, οδηγεί στην πραγματική δικαιοσύνη και στη δημιουργία μιας ελεύθερης, φυσικής κοινωνίας που βασίζεται στην αλληλοβοήθεια. Αυτές τις αντιλήψεις θα τις συναντήσουμε και στη φιλοσοφική σκέψη αρχαίων Ελλήνων, διάσπαρτες όμως ή παραλλαγμένες ή ειπωμένες με ηπιότερο τόνο. Κι αυτό, γιατί στην αρχαιότητα δεν δημιουργήθηκε κάποιο φιλοσοφικό κίνημα αμιγώς αναρχικό με τη σημερινή έννοια του όρου, ούτε κάποιος φιλόσοφος προσδιόρισε τον εαυτό του ως τέτοιον. Επομένως, οι όροι «αναρχικός» και «αναρχισμός» είναι αδόκιμοι για την εποχή που θα εξετάσουμε και ίσως ξενίζουν, ωστόσο μόνο αυτοί μπορούν να αποδώσουν με τον όσο πιο δυνατόν εύστοχο τρόπο ανάλογες ιδέες της αρχαιότητας.

Αυτή η πολιτεία ήταν που ενέπνευσε την πνευματική της αφρόκρεμα να υμνήσει την αναρχική φύση του ανθρώπου που εκδηλώνεται πανίσχυρη, όταν το απαιτήσουν οι περιστάσεις. Ο Σοφοκλής δημιούργησε μια Αντιγόνη που δεν φοβάται να συντρίψει την έπαρση του βασιλιά Κρέοντα, ο οποίος θέλησε να καταπατήσει το φυσικό δίκαιο με μία ανόσια διαταγή (να μείνει άταφος ο Πολυνείκης, αδελφός της Αντιγόνης). Η Αντιγόνη επιλέγει χωρίς δεύτερη σκέψη να υποταγεί στους άγραφους νόμους και να θάψει τον αδελφό της, θυσιάζοντας τη ζωή της. Κι όταν έκπληκτος ο Κρέων τη ρωτά πώς είχε το θράσος να παραβεί τη διαταγή του, εκείνη, πάντα αγέρωχη μα και ανθρώπινη, του απαντά: Δεν ήταν ο Δίας που με διέταξε ούτε η Δίκη που κατοικεί μαζί με τους θεούς του κάτω κόσμου όρισε τέτοιους νόμους στους ανθρώπους. Ούτε και πίστευα πως οι δικές σου διαταγές έχουν τόση δύναμη ώστε εσύ, αν και θνητός, να μπορείς να περιφρονείς τους άγραφους κι ακλόνητους νόμους των θεών. Γιατί αυτοί δεν υπάρχουν μόνο σήμερα και χθες, αλλά από πάντα κι ούτε κανείς γνωρίζει πότε φάνηκαν. Εγώ λοιπόν, δεν είχα σκοπό από φόβο μπροστά στην έπαρση ενός ανθρώπου, να τους παραβώ και να τιμωρηθώ ενώπιον των θεών. Η Αντιγόνη οδηγείται στον θάνατο με ηρωικό μεγαλείο, ενώ ο Κρέων, ολοκληρωτικά συντετριμμένος, απομένει μια άθλια σκιά του εαυτού του, κραυγάζοντας σιωπηλά ότι η σύγκρουση με το άγραφο δίκαιο είναι μονόδρομος που οδηγεί στην καταστροφή.

Στη «Λυσιστράτη», τέλος, οι γυναίκες όλης της Ελλάδας κηρύσσουν σεξουαλική απεργία ως αντίποινα για τον πόλεμο και αναγκάζουν τους άνδρες σε ειρήνη. Οι πολεμοκάπηλοι και οι πολιτικοί, που «για να βρίσκουν τον τρόπο να κλέβουν / ξεσηκώνουν γι’ αυτό αναμπουμπούλες», μπαίνουν στην άκρη και ο ίδιος ο λαός με επαναστατικό οίστρο παίρνει τη ζωή στα χέρια του και ορίζει τη μοίρα του.

Είναι αρκετά κοινό στις μέρες μας να ακούγονται κριτικές για τον «συνήθη» (mainstream) φεμινισμό ή το φεμινισμό της «μεσαίας τάξης» από αναρχικούς ή άλλους επαναστάτες, και ακόμα από την αυτοαποκαλούμενη επαναστατική αριστερά. Ειδικότερα, οι αναρχικοί είναι συχνά αρκετά κριτικοί κάθε φεμινιστική προσέγγιση επειδή στερείται ταξικής ανάλυση. Αυτό το άρθρο υποστηρίζει ότι αξίζει να αγωνιστεί κάποιος για τα ιδανικά του φεμινισμού και ότι όταν πρόκειται να δοθεί ένα τέλος στο σεξισμό κάθε επιμονή που στρέφεται πάντα στην υπογράμμιση της ταξικότητάς του ή όχι μπορεί να καταλήξει μόνο στο να μας αποσπάσει την προσοχή από το γεγονός ότι ως αναρχικοί πρέπει να είμαστε σαφείς όσον αφορά την υποστήριξη του φεμινισμού. Αντί να απομακρυνόμαστε από τις άλλες φεμινίστριες ή να επιδιώκουμε πάντα την κατάλληλη υποστήριξή μας, η έμφασή μας πρέπει να δίνεται στην ανάπτυξη και την προώθηση του αναρχικού φεμινισμού. Οι αναρχικές γυναίκες στην Ισπανία κατά την διάρκεια της κοινωνικής επανάστασης του 1936 διατύπωσαν παρόμοια παράπονα αφού είδαν ότι η ισότητα γυναικών-ανδρών δεν συνεισέφερε και πολλά στις στενές προσωπικές σχέσεις.