Μερικά μέλη της «Νέας Αυστραλίας» στην Παραγουάη

Στις 16 Ιούλη 1893 120 Αυστραλοί ξεκινούσαν από το Σίδνεϊ για την Παραγουάη με σκοπό να δημιουργήσουν την κοινωνία της Ουτοπίας! Απογοητευμένοι από τις συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα, την κοινωνική αδικία και την «αναλγησία» των ισχυρών, μπαρκάρισαν για την άλλη άκρη της γης, ελπίζοντας ότι εκεί θα μπορούσαν να κάνουν το «όνειρο πραγματικότητα...».

Η «Ουτοπία» χαρακτηρίζεται «ως όραμα ή λόγος που αναφέρεται στο μη πραγματικό», στο αντίθετο δηλαδή εκείνου που υπάρχει και ενεργεί πραγματικά. Τον όρο ουτοπία, που παράγεται από τις ελληνικές λέξεις ού και τόπος, πρωτοχρησιμοποίησε ο Άγγλος πολιτικός και ανθρωπιστής Τόμας Μουρ (1478-1535)

Η Ουτοπία, σ' ένα ομώνυμο έργο του Μουρ, είναι το όνομα μιας νήσου-χώρας που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Σ’ αυτή, λοιπόν, ο Μουρ, φαντάστηκε να ισχύει το «άριστο πολίτευμα», ένα ιδανικό κράτος θεμελιωμένο πάνω στη δικαιοσύνη και την κοινή ιδιοκτησία.

Σ’ αυτή τη φανταστική νήσο, την Ουτοπία, κανείς δεν είναι ιδιοκτήτης, όλοι εργάζονται (έξι ώρες την ημέρα!), οι περισσότεροι στους αγρούς, ενώ όλοι αισθάνονται την προστασία του περιβάλλοντος, όλοι έχουν λόγο στα κοινά, εκλέγουν δημοκρατικά τους άρχοντες, ενώ η θρησκεία βασίζεται στην πίστη μιας απροσδιόριστης θεότητας, αιώνιας και άπειρης, που κάθε ένας είναι ελεύθερος να τη λατρεύει κατά πως πρεσβεύει.

Από τις θεωρίες του Μουρ εμπνεύστηκαν πολλοί, αργότερα, που έγραψαν πολυάριθμα, και κάποτε σημαντικά έργα, με τα οποία προπαγάνδιζαν τον ουτοπισμό και υπήρξαν αρκετές και διάφορες απόπειρες, από θρησκευτικές ομάδες ή πολιτικούς μεταρρυθμιστές, να δημιουργηθούν ουτοπιστικές κοινότητες, ιδιαίτερα στην Αμερική. Η πρώτη τέτοια απόπειρα έγινε το 1663 από Ολλανδούς μετανάστες στο Νέο Κόσμο και μια άλλη το 1732 στην Πενσυλβάνια από Γερμανούς μετανάστες. Ακολούθησαν πολυάριθμες άλλες απόπειρες στις ΗΠΑ και τον Καναδά, χωρίς συνέχεια.

Η δεκαετία του 1890 ήταν από τις πιο σημαντικές στην ιστορία της Αυστραλίας. Ήταν μια «δημιουργική» δεκαετία, όπου άνθησε μια εθνική κουλτούρα, ιδρύθηκε από τα εργατικά συνδικάτα το Εργατικό Κόμμα (ALP) και τέθηκαν οι βάσεις για τη συνένωση των έξι αποικιών σε ομόσπονδο κράτος.

Το 1891, για παράδειγμα οδηγήθηκε σε ήττα η ηρωϊκή απεργία των shearers (κουρείς προβάτων), αφότου οι αποικιακές αρχές του Κουίνσλαντ (Queensland), με υπόδειξη προφανώς του Λονδίνου, ξέθαψαν και χρησιμοποίησαν έναν βρετανικό νόμο του 1825 (!), περι συνωμοσίας, για να συλλάβουν και να περάσουν απο δίκη τους ηγέτες των απεργών (γύρω στα 200 άτομα) και έτσι να τερματίσουν την απεργία. Σχεδόν την ίδια περίοδο είχε τερματιστεί επίσης με ήττα ένας άλλος ιστορικός απεργιακός αγώνας, των εργαζομένων στα λιμάνια της Αυστραλίας.

Οι ήττες αυτές, που ήρθαν ύστερα από πραγματικές συνωμοσίες και αυταρχισμούς της αποικιακής διοίκησης, πείσμωσαν περισσότερο τα πλατειά στρώματα των εργαζόμενων και των συνδικάτων τους. Οι εξελίξεις αυτές, όμως, δεν ικανοποιούσαν μερικούς από τους πιο γνωστούς ιδεαλιστές και άλλους οραματιστές της “τελειότητας» οι οποίοι κατέληξαν, ότι στην Αυστραλία ήταν πλέον αδύνατο να δημιουργηθεί η κοινωνία που ονειρεύονταν.

Γι’ αυτό έθεσαν στόχο να πάνε στην Παραγουάη και εκεί να θεμελιώσουν την Ουτοπία, την «Νέα Αυστραλία», όπως την ονόμασαν.

Επικεφαλής της κίνησης των Αυστραλών ουτοπιστών ήταν ο Ουίλλιαμ Λέϊν (William Lane), ο οποίος είχε μεταναστεύσει από την Αγγλία μερικά χρόνια νωρίτερα και είχε εγκατασταθεί στο Μπρίσμπαν (Brisbane) όπου εργαζόταν ως δημοσιογράφος. Ο Λέϊν είχε «δυνατή και φλογερή» πέννα και πάντα ήταν με το μέρος των εργατών, γεγονός που τον είχε κάνει αρκετά δημοφιλή στα εργαζόμενα στρώματα. Μετά την αποτυχία της απεργίας των Shearers, απογοητευμένος από την καταστολή των απεργιών, ίδρυσε έναν συνεταιρισμό, με σκοπό να προσελκύσει μέλη για τη δημιουργία της «Νέας Αυστραλίας». Η επίσημη ονομασία του συνεταιρισμού ήταν New Australia Cooperative Settlement Association. Σε σύντομο διάστημα τα μέλη του ξεπερνούσαν τα 600 και ο Λέιν νωρίς καθυστέρηση πλησίασε την κυβέρνηση της Παραγουάης με αίτημα του παραχωρηθεί μια έκταση γης για τη μεταφορά εκεί των μελών του.

Η επιλογή της Παραγουάης δεν έγινε χωρίς υπολογισμό από την πλευρά του Λέϊν: Πρώτα απ’ όλα η Παραγουάη εκείνο τον καιρό ζητούσε να προσελκύσει μετανάστες προσφέροντας διάφορες διευκολύνσεις. Δεύτερο και εξίσου σημαντικό: Η Παραγουάη ηταν πολύ μακριά και επομένως, αυτοί που θα αποφάσιζαν να κάνουν ένα τέτοιο ταξίδι θα πρέπει να το ήθελαν και να το πίστευαν πραγματικά. Η κυβέρνηση της Παραγουάης δέχθηκε ευχαρίστως στο μεταξύ την πρόταση των Αυστραλών ουτοπιστών και τους διέθεσε μια αρκετά μεγάλη έκταση γης, σε καλή περιοχή, εντελώς δωρεάν καθώς και άλλες διευκολύνσεις.

Με τον ίδιο πάντα ενθουσιασμό ο Λέϊν και οι στενοί συνεργάτες του ναύλωσαν ένα επιβατηγό καράβι, το Royal Tar και άρχισαν να οργανώνουν την πρώτη αποστολή, που αρχικά είχε οριστεί για την 1 Μάη 1893 - ημέρα του εργατικού κινήματος- αλλά μετά διαπιστώθηκε ότι πολλές προετοιμασίες δεν είχαν ολοκληρωθεί και η αναχώρηση αναβλήθηκε. Σε λίγο όμως ορίστηκε νέα ημερομηνία αναχώρησης η 16 Ιούλη και αυτή τη φορά όλα ήταν έτοιμα.           .

Λίγες μέρες πριν την αναχώρηση, την Κυριακή 9 Ιουλίου στο Domain Park του Σίδνεϊ οι φίλοι και υποστηρικτές των ουτοπιστών τους έκαναν μια αποχαιρετιστήρια εκδήλωση στην οποία προσήλθε αρκετός κόσμος.

Στο μεταξύ, ο Τύπος της εποχής δεν άφησε απαρατήρητο το γεγονός. Ολες οι εφημερίδες είτε προσπάθησαν να το γελοιοποιήσουν είτε εξαπέλυσαν σφοδρές επιθέσεις κατά του Λέιν και των οπαδών του. Η εφημερίδα «Evening News», για παράδειγμα, χαρακτήρισε το τόλμημα ως τη «μεγαλύτερη τρέλλα που επινόησε ποτέ ανθρώπινο μυαλό» ενώ και το περιοδικό «Bulletin» έγραψε για «επονείδιστη ανοησία»!

Ωστόσο το Royal Tar απέπλευσε από το Σίδνεϊ την Κυριακή, 16 Ιούλη 1893 με 120 άτομα - άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Στα αμέσως επόμενα χρόνια θα τους ακολουθήσουν άλλα 400 περίπου άτομα απ’ όλη την Αυστραλία.

Το πρώτο πρόβλημα που είχε παρουσιαστεί πριν την αναχώρηση ήταν ότι από τους άρρενες οι 43 ήταν ανύπαντροι, κάτι που είχε ανησυχήσει από την αρχή τους οργανωτές του εγχειρήματος και ιδιαίτερα τον Ουίλιαμ Λέιν: η έλλειψη γυναικών. Ο Λέιν προσπάθησε να το αντιμετωπίσει πολύ πριν την αναχώρηση της πρώτης αποστολής, αλλά απέτυχε.

Το ταξίδι κράτησε δυο μήνες μέχρι το Μοντεβίδεο και άλλες δέκα μέρες χρειάστηκαν για να μεταφερθούν ταξιδιώτες με ποταμόπλοια πλοίο στην πρωτεύουσα της Παραγουάης, Ασουνσιόν. Από εκεί διήνυσαν με βοϊδάμαξες τα τελευταία 127 χιλιόμετρα για να φτάσουν στην «Νέα Αυστραλία».

Στο μεταξύ, σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Λέιν επέμενε να τηρούνται αυστηρά οι κανόνες του καταστατικού της New Australia Co-Operative Settlement Association. Σε δυο, μάλιστα, σημεία ο Λέιν ήταν ανυποχώρητος: Στο να μένουν τα μέλη μακριά από ποτό -«ώσπου να αντιμετωπιστούν οι αρχικές δυσκολίες» - και στο να μην παρατηρούνται «ερωτοδουλειές»!

Ο κανόνας για «πλήρη αποχή από τα οινοπνευματώδη ποτά», που είχε την καταγωγή του από την πουριτανική Αγγλία, είναι αλήθεια ότι παραβιάστηκε στο Μοντεβίδεο, όπου «έπιασε» το Royal Tar ύστερα από το δίμηνο ταξίδι στον ωκεανό. Κι αυτό ο Λέιν δεν το συγχώρησε σε κανέναν. Το ίδιο όμως δεν συγχώρησε εκείνους- και εκείνες- που είχε δει να φλερτάρουν μεταξύ τους, πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου, όσο διαρκούσε το ταξίδι.

Αυτά όμως, μαζί με τον κάπως αυταρχικό χαρακτήρα του Λέιν -αν και διέθετε προτερήματα και αναμφισβήτητες ικανότητες- έκαναν να δημιουργηθούν οι πρώτες δυσαρέσκειες, διαφωνίες και απογοητεύσεις μεταξύ των μελών της αποστολής. Η κατάσταση αυτή επιβαρυνόταν περισσότερο με το πέρασμα του χρόνου και μετά που, όπως φάνηκε, στη συνέχεια, τα οικονομικά της κοοπερατίβας δεν ήταν αυτά που αρχικά είχαν υπολογιστεί. Τα χρήματα, που είχαν συγκεντρωθεί στο Σίδνεϊ, από συνδρομές συνεισφοράς και δωρεές και τα οποία ο Λέιν άφησε να διαχειρίζονται οι συνεργάτες του, που σε λίγο θα αναχωρούσαν κι αυτοί για την Παραγουάη, όπως ήταν τα αρχικά σχέδια, λιγόστευαν διαρκώς και η προσέλκυση νέων μελών δεν προχωρούσε σύμφωνα με τους ρυθμούς που είχαν προβλεφθεί τον πρώτο καιρό. Σ’ όλα αυτά, πάντως, έβαλαν το χέρι τους, όσο μπορούσαν και οι αποικιακές αρχές στο Σίδνεϊ, γιατί εξαρχής δεν είδαν με καλό μάτι την κίνηση των σοσιαλιστών. Αντίθετα μάλιστα, με σειρά διοικητικών μέτρων -μέχρι και μηνύσεις έκαναν στην κοοπερατίβα για να την πλήξουν οικονομικά- επιδίωξαν να βάλουν τέρμα στην επιχείρηση «Νέα Αυστραλία».

Στα προβλήματα αυτά προστέθηκαν γρήγορα και οι δυσκολίες της «ξένης γης». Η κυβέρνηση της Παραγουάης βοήθησε τους νεοφερμένους. Τους έδωσε μια μεγάλη έκταση καταπράσινης γης, έναν τεράστιο βοσκότοπο, που συνόρευε με δάσος, για να εγκατασταθούν και να ιδρύσουν την κοινότητά τους. Ωστόσο, οι ουτοπιστές δεν άργησαν να νοιώσουν τις σκληρές συνθήκες του ξένου περιβάλλοντος. Δεν άργησαν ν' αντιληφθούν ότι βρίσκονται σε ξένο τόπο - και για τους ντόπιους, αν και η επαφή ήταν περιορισμένη, οι νεοφερμένοι ήταν ξένοι.

Αλλά δεν ήταν μόνον αυτά.  Η τοποθεσία που παραχωρήθηκε στους Αυστραλούς, αν και μεγάλη και εύφορη, βρισκόταν σε περιοχή που δεν υπήρχαν συγκοινωνίες. Ο πλησιέστερος σιδηροδρομικός σταθμός ήταν 43 χιλιόμετρα μακριά και το πλησιέστερο ποτάμι 24 χιλιόμετρα. Έτσι, ήταν αδύνατο σχεδόν να μεταφερθεί η αγροτική παραγωγή και η ξυλεία, που θα έδινε κάποιο εισόδημα στους νεοφερμένους, στις πόλεις και το εμπόριο. Παρ’ όλα αυτά οι νέοι άποικοι έκτισαν πρωτόγονες, έστω, κατοικίες, έφτιαξαν βοσκότοπους, φύτεψαν δένδρα και έσπειραν τους πρώτους καρπούς.

Ταυτόχρονα όμως προχωρούσαν και οι μεταξύ τους διαφορές. Κύρια αιτία η συμπεριφορά του Λέιν, ο δικτατορικός τρόπος διοίκησης της κοοπερατίβας, αλλά και τα προβλήματα που συνεχώς έφερνε στην επιφάνεια η νέα ζωή. Μέχρι το Δεκέμβρη του 1893, δηλαδή τρεις μήνες μετά την άφιξή τους, τα μέλη της κοοπερατίβας αντιμετώπισαν τις πρώτες διαγραφές. Ο Λέιν, με τον συνεχώς οξύτερο χαρακτήρα, διέγραψε τρεις συνεργάτες του με την κατηγορία ότι δεν τηρούσαν την «αποχή» από τα οινοπνευματώδη. Οι διαγραφές αυτές είχαν ως συνέπεια να χωρίσουν την κοοπερατίβα στα δυο: στους «νομιμόφρονες», που ήταν με τον Λέιν και στους «επαναστάτες» που ήταν εναντίον του.

Στο μεταξύ, οι νέες αποστολές από το Σίδνεϋ δεν έφταναν και σιγά-σιγά ο πληθυσμός της «Νέας Αυστραλίας» αντί να μεγαλώνει λιγόστευε, γεγονός που όξυνε την κρίση. Μέσα στους επόμενους μήνες η διάσπαση επισημοποιήθηκε. Ο Λέιν, ακολουθούμενος από 63 «νομιμόφρονες» εγκατέλειψε τη «Νέα Αυστραλία» και εγκαταστάθηκε σε άλλη περιοχή, 72 χιλιόμερα νοτιότερα από τον αρχικό «καταυλισμό», γνωστό στους ντόπιους ως Paso Cosme. Μόνο εννέα άτομα απέμειναν εκεί.

Ο Λέιν, απογοητευμένος από την αποτυχία του ονείρου του για την Ουτοπία, πήρε την οικογένειά του το 1899 και κατέφυγε στη Νέα Ζηλανδία, όπου σε λίγο ανέλαβε τη διεύθυνση της σύνταξης μιας συντηρητικής εφημερίδας. Στο Cosme έμεινε ένας αδελφός του, επικεφαλής της κοοπερατίβας, ο οποίος το 1901-1902 έκανε κι αυτός μια περιοδεία στην Αγγλία για νέα μέλη, πάλι όμως χωρίς επιτυχία. Το 1904 παραιτήθηκε κι αυτός. Το 1909 η κοοπερατίβα αποφάσισε να μοιράσει τα υπάρχοντά της στα μέλη της και την «ιδιωτική πρωτοβουλία». Εκείνη τη στιγμή ο πληθυσμός της ανέρχονταν σε εννέα άνδρες, πέντε γυναίκες και 21 παιδιά. Έτσι διαλύθηκε η «Νέα Αυστραλία» και τερματίστηκε το όνειρο των Αυστραλών ουτοπιστών.

Σ’ όλο το διάστημα, που διάρκεσε το «πείραμα», πέρασαν από τα δυο «στρατόπεδα» γύρω στα 600 άτομα. Αλλά ποτέ δεν ήταν πάνω από 250 τον ίδιο καιρό. Περνούσαν και έφευγαν, δηλαδή μέχρι την τελική διάλυση.

Στα διάφορα κείμενα που έχουν γραφεί γι’ αυτή την «εμπειρία», πολλοί και διάφοροι επιχείρησαν κατά καιρούς να εξηγήσουν τους λόγους της αποτυχίας της «Νέας Αυστραλίας». Η «Αυστραλιανή Εγκυκλοπαιδεία, για παράδειγμα, στην έκδοσή της του 1988, σημειώνει ότι οι λόγοι της αποτυχίας θα πρέπει να αναζητηθούν στη φύση και την αδυναμία του ανθρώπου, τις ιδιαίτερες αδυναμίες και ελαττώματα του ως ηγέτη, την έλλειψη γυναικών και βέβαια στις σκληρές φυσικές τοπικές συνθήκες. Η Παραγουάη σημειώνεται ως μια όμορφη χώρα, με υγιεινό κλίμα και εύφορο έδαφος. Αλλά όλα αυτά δεν ήταν τα μόνα χαρακτηριστικά της. Και εν πάση περιπτώσει, για τους· Αυστραλούς αποδείχθηκε σκληρή και απρόσφορη. Και μαζί μ' όλα τ’ άλλα οι συνθήκες δεν επέτρεψαν να παραμεριστούν οι φυλετικές προκαταλήψεις, με αποτέλεσμα να μην ενθαρρυνθούν και οι γάμοι των νεοφερμένων και των ντόπιων.

Πάνω απ’ όλα όμως, αυτό που φαίνεται ότι συνέβαλε πιο αποφασιστικά στην κατάρρευση της «Νέας Αυστραλίας» και του Cosme ήταν- σύμφωνα με πολλές εκτιμήσεις- το γεγονός ότι και οι δυο αυτές κοινότητες ήταν μακριά από τον υπόλοιπο πληθυσμό, μακριά από συγκοινωνίες σε σημείο που να μην είναι δυνατή η μεταφορά της παραγωγής τους, με συνέπεια οι Αυστραλοί να υποβληθούν σε συνεχείς στερήσεις πράγμα που άντεξαν στα πρώτα χρόνια, αλλά στη συνέχεια «λύγισαν». Μέχρι πριν κάποια χρόνια στη «Νέα Αυστραλία» και το «COSME» (που πλέον ονομαζόταν Colonia Stroessner) υπήρχε ακόμα μια μικρή κοινότητα που δεν διέφερε από τις υπόλοιπες κοινότητες της περιοχής, με πληθυσμό 200 άτομα, πολίτες της Παραγουάης, που έλκυαν την καταγωγή τους από εκείνους τους Αυστραλούς ουτοπιστές που ένα αιώνα πριν από αυτούς αναζήτησαν μια νέα ζωή στην άλλη άκρη της γης.

*Το κείμενο βασίστηκε σε διάφορα δημοσιεύματα, κυρίως του αγγλικού τύπου στην Αυστραλία.

 

Ο William Lane